παγιδεύω, ρ.
[<μτγν. παγιδεύω], παγιδεύω. 1. εξαπατώ, παραπλανώ κάποιον με έντεχνο
τρόπο και τον παρασέρνω, ώστε να ενεργήσει σε βάρος του: «ο δικηγόρος παγίδεψε
τον κατηγορούμενο με τις ερωτήσεις του, αναγκάζοντάς τον να πέσει σε ένα σωρό
αντιφάσεις». 2. αποκλείω κάποιον σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, στερώντας
του κάθε δυνατότητα διαφυγής: «η κατάρρευση της οικοδομής μετά από τον ισχυρό
σεισμό παγίδεψε στα χαλάσματά της δέκα από τους ενοίκους της || η ξαφνική
χιονοθύελλα παγίδεψε στις πλαγιές του βουνού δεκάδες εκδρομείς». 3.
τοποθετώ εκρηκτικό μηχανισμό κάπου με σκοπό την ξαφνική έκρηξη: «κατά την
υποχώρησή του ο εχθρός παγίδεψε όλες τις γέφυρες για να καθυστερήσει το στρατό
μας που προέλαυνε || οι τρομοκράτες παγίδεψαν ένα αυτοκίνητο και προκάλεσαν
έκρηξη από κάποια απόσταση»·
-
παγιδεύω το τηλέφωνο (κάποιου), τοποθετώ κοριό (βλ. λ.) για την
παρακολούθηση των συνδιαλέξεών του: «το να παγιδεύει κανείς το τηλέφωνο κάποιου
είναι ποινικό αδίκημα».