όψη, η, ουσ.
[<αρχ. ὄψις], η όψη· βλ. και λ. υπόψη·
-
είναι (οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, λέγεται για δυο περιπτώσεις
που στην πραγματικότητα είναι ίδιες: «όσον αφορά στην οικονομία, οι απεργίες
των εργατών και οι καταλήψεις των εργοστασίων, είναι οι δυο όψεις του ίδιου
νομίσματος»·
-
εκ πρώτης όψεως, με την πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς στη θέα
ατόμου ή πράγματος χωρίς ουσιαστική εξέταση: «εκ πρώτης όψεως, τι να σου πω,
μου φαίνεται καλός άνθρωπος || εκ πρώτης όψεως τ’ αυτοκίνητό σου φαίνεται
κανόνι, θα το δούμε όμως και στην πράξη»·
-
εξ όψεως, α. λέγεται για κάποιον που γνωρίζουμε μόνο από τη μορφή
του κι όχι από προσωπική γνωριμία, που δεν έχουμε δηλαδή μιλήσει μαζί του: «δεν
ξέρω να σου πω τι σόι άνθρωπος είναι, γιατί τον ξέρω μόνο εξ όψεως». β.
λέγεται για κάτι που το γνωρίζουμε μόνο από το σχήμα του, τη μορφή του, αλλά
δεν έχουμε προσωπική γνώμη για την ποιότητά του ή τη λειτουργικότητά του, γιατί
δεν ήρθαμε ποτέ σε επαφή μαζί του: «αυτό τ’ αυτοκίνητο, αγόρι μου, το ξέρω μόνο
εξ όψεως, γιατί δεν είναι για την τσέπη μου κι έτσι αδιαφορώ αν είναι καλό ή
όχι»
-
η άλλη όψη του νομίσματος, η αντίθετη άποψη ενός ζητήματος, μιας
υπόθεσης, ενός προβλήματος, η άλλη εκδοχή: «να δούμε πρώτα και την άλλη όψη του
νομίσματος και μετά αποφασίζουμε»·
-
η μία όψη του νομίσματος, η μια άποψη ενός ζητήματος, υπόθεσης ή
προβλήματος, η μια εκδοχή: «αυτό που λες είναι η μία όψη του νομίσματος, για να
πάρω όμως την απόφασή μου, πρέπει ν’ ακούσω και την άλλη»·
-
λογαριασμός όψεως, βλ. λ. λογαριασμός·
- όψη, θρέψη καλή, στερεότυπη έκφραση των
παλαιότερων γιατρών, που διαπίστωναν την ανάρρωση του ασθενή ή την καλή υγεία
κάποιου από την όψη του και από την όρεξή του για φαγητό.