όχι, αρνητ.
μόρ. [<αρχ. οὐχί], όχι. 1. δηλώνει άρνηση: «θέλεις να ’ρθεις μαζί
μας; -Όχι || θα φας; -Όχι || πέρασε ο τάδε από δω; -Όχι». Όταν λέγεται
πεισματικά συνοδεύεται με χτύπημα του ποδιού κάτω. 2α. ως ουσ. το
όχι, δηλώνει την αρνητική ψήφο: «υπάρχει φόβος πως το όχι θα επικρατήσει
στο δημοψήφισμα || τα όχι ήταν πιο πολλά απ’ τα ναι». β. (γενικά)
δηλώνει άρνηση: «κάθε τόσο λέει και το όχι του για να μη νομίσουν πως είναι
καλόβολος άνθρωπος || αν είναι ν’ αρχίσεις πάλι τα όχι, καλύτερα να μην κάνουμε
αυτή τη συζήτηση». (Λαϊκό τραγούδι: άσε τα όχι και τα μη, να τα μασάς
μέχρι δραχμή). γ. με κεφαλαίο το ο ή όλη η λέξη το Όχι και το
ΟΧΙ, το έπος του 1940: «το Όχι του ελληνικού λαού έμεινε χαραγμένο με χρυσά
γράμματα στην ιστορία του νεοελληνικού έθνους». (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- δε θα ’λεγα όχι, δηλώνει ευγενική αποδοχή σε
προσφορά ή πρόταση κάποιου: «θες ένα τσιγαράκι; -Δε θα ’λεγα όχι || θέλεις να ’ρθεις
κι εσύ μαζί μας; -Δε θα ’λεγα όχι»·
-
δε λέει ποτέ όχι, λέγεται για άτομο καλόβολο, που δεν προβάλλει ποτέ
αντιρρήσεις και γενικά που δέχεται όλες τις κοινωνικές προτάσεις και
προσκλήσεις: «βρήκε αυτό το πρόβατο που δε λέει ποτέ όχι και της κάνει όλα τα
χατίρια». Αντίθ. δε λέει ποτέ ναι·
-
δε λέω όχι, δέχομαι, συμφωνώ: «αφού όλοι αποφασίσατε να
ενεργήσετε μ’ αυτό τον τρόπο, δε λέω όχι κι εγώ»·
-
δεν ξέρει τι θα πει όχι ή δεν ξέρει τι πάει να πει όχι ή δεν
ξέρει το όχι, βλ. φρ. δε λέει ποτέ όχι·
- έργα (κι) όχι λόγια! βλ. λ. έργο·
- η γιορτή του Όχι, η μεγάλη εθνική γιορτή που
γιορτάζεται κάθε 28η Οκτωβρίου σε ανάμνηση της αρνητικής απάντησης του
ελληνικού λαού που δόθηκε την 28η Οκτωβρίου του 1940 στη φασιστική τότε Ιταλία,
όταν ζήτησε την παράδοση της χώρας μας·
-
και ναι και όχι, βλ. λ. ναι·
-
λέω όχι, δε συμφωνώ, διαφωνώ, αρνούμαι: «δεν ξέρω ποια είναι η γνώμη
σου, πάντως εγώ λέω όχι σ’ αυτό το γάμο». (Τραγούδι: όχι λέμε στην
πρέζα, όχι σ’ αυτόν το διάολο, όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στα σκληρά)·
-
ναι και όχι, βλ. λ. ναι·
- ο φρόνιμος απ’ το κεφάλι του φαίνεται κι όχι απ’
τα χρόνια, βλ. λ. φρόνιμος·
-
ούτε ναι ούτε όχι, βλ. λ. ούτε·
-
όχι αστεία! βλ. λ. αστείος·
-
όχι αστεία, βλ. λ. αστείος·
-
όχι βέβαια! α. έκφραση που επιτείνει την άρνηση, σε καμιά
περίπτωση: «θα ’ρθεις μαζί μας στα μπουζούκια; -Όχι βέβαια! || εντέλει, θα τον
βοηθήσεις να κάνει τη δουλειά που θέλει; -Όχι βέβαια!». β. Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το μα·
-
όχι, για να μην ξεχνιόμαστε! βλ. λ. ξεχνιέμαι·
-
όχι Γιάννης, Γιαννάκης, βλ. λ. Γιάννης·
-
όχι δα! α. έκφραση που επιτείνει την άρνηση: «εσύ δεν είπες πως
θα μου δώσεις χίλια ευρώ; -Όχι δα!». β. έκφραση που επιτείνει την
έκπληξη: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Όχι δα, αυτός δεν είχε να
φάει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
-
όχι δε θα πάρω ή όχι δε θα πάρουμε, βλ. φρ. όχι ευχαριστώ. Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
όχι είπε κι ο Μεταξάς και τον έκαναν πλατεία, βλ. λ. πλατεία·
-
όχι ευχαριστώ, α. ευγενική άρνηση σε κάποια προσφορά ή πρόταση:
«θα πάρετε ένα ποτάκι; -Όχι ευχαριστώ || έλα κι εσύ μαζί μας. -Όχι ευχαριστώ». β.
ειρωνική άρνηση σε προσφορά που θεωρούμε βλαβερή ή επικίνδυνη κι έχει την
έννοια να μου λείπει: «θες ένα τσιγαράκι; -Όχι ευχαριστώ». Επίσης αποτελεί και
γνωστό σύνθημα της Γκρην Πις: «Πυρηνική ενέργεια; -Όχι ευχαριστώ»·
-
όχι θα κάτσω να σκάσω, βλ. λ. κάθομαι·
-
όχι και πάλι όχι, δήλωση αμετακίνητης άρνησης σε κάτι: «βοήθησέ τον,
γιατί έχει μεγάλη ανάγκη από βοήθεια. -Όχι και πάλι όχι, γιατί ποτέ του δε μου
συμπεριφέρθηκε εντάξει»·
-
όχι και τόσο(ς)! βλ. λ. τόσος·
-
όχι, λέω…, βλ. λ. λέω·
-
όχι κι έτσι! βλ. λ. έτσι·
-
όχι να…, όχι πως θέλω να: «όχι να το παινευτώ, αλλά ο γιος μου είναι ένα
πολύ καλό παιδί»·
-
όχι ό,τι κι ό,τι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε κάτι που είναι
ιδιαίτερο, ξεχωριστό σε ποιότητα. Θυμηθείτε το διαφημιστικό σλόγκαν: όχι
ό,τι κι ό,τι, φαρίνα Γιώτη·
-
όχι παίζουμε! α. έκφραση με την οποία δηλώνουμε την
αποφασιστικότητά μας για κάποια μας ενέργεια: «καλά, αν δε σου επιστρέψει τα
λεφτά θα τον τραβήξεις στα δικαστήρια; -Όχι παίζουμε! || καλά, ρε αθεόφοβε, για
πεντακόσια ευρώ έκλεισες τον άνθρωπο στη φυλακή; -Όχι παίζουμε!». β.
έκφραση με την οποία παινεύουμε τον εαυτό μας για κάτι που πετύχαμε ή για κάτι
που είμαστε σίγουροι πως θα πετύχουμε: «μόλις υπογράψαμε τα συμβόλαια, ξεπέταξα
τη δουλειά στο άψε σβήσε, όχι παίζουμε! || μόλις υπογράψουμε τα συμβόλαια, θα
ξεπετάξω τη δουλειά στο άψε σβήσε, όχι παίζουμε!». Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
όχι που δεν… αλλά, δεν είπα ότι δεν: «όχι που δεν το θέλω, αλλά δεν
πρέπει να το φάω, γιατί έχω πρόβλημα με το στομάχι μου»·
-
όχι πως…, αλλά να…, έκφραση που δηλώνει πως λέγεται ή γίνεται κάτι με
εξαίρεση: «γιατί του ’πες πως δεν πειράχτηκες απ’ τη συμπεριφορά του; -Όχι πως
δεν πειράχτηκα, αλλά είναι βλέπεις ο γιος του καλύτερου φίλου μου || γιατί
πήρες κι εκείνον τον αντιπαθητικό μαζί σου; -Όχι πως ήθελα να τον πάρω, αλλά
να, είναι βλέπεις κουνιάδος μου»·
-
όχι πως δεν… αλλά, δεν είπα ότι δεν…: «όχι πως δεν έρχεται, αλλά δεν
έρχεται συχνά»·
- όχι, ρε γαμώτο, βλ. λ. γαμώτο·
-
ποιος λέει όχι, λέγεται για κάτι που είναι γενικά αποδεκτό, που όλοι
συμφωνούμε απόλυτα: «ποιος λέει όχι πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να γλεντάει και να
διασκεδάζει, όμως η κραιπάλη είναι κακό πράγμα»·
- το μεγάλο όχι, άρνηση η οποία είναι καθοριστική για τη ζωή αυτού
που την εκφέρει: «είναι πολύ προβληματισμένος, γιατί παρ’ όλη την δελεαστική
πρόταση που του έκανε ο διευθυντής του, είναι αποφασισμένος να πει το μεγάλο
όχι για να μην είναι μακριά απ’ την οικογένειά του». Πρβλ.: Σέ μερικούς ἀνθρώπους
ἔρχεται μιά μέρα πού πρέπει τό μεγάλο Ναί ἤ τό μεγάλο Ὄχι νά ποῦνε. (Κ.Π.
Καβάφης). Αντίθ. το μεγάλο ναι·
- του γερόντου ν’ ακούς το λόγο κι όχι τον πόρδο, βλ. λ. γέροντας·
- του φταίει ο καθρέφτης και όχι το πρόσωπο, βλ. λ. καθρέφτης.