όχθη, η, ουσ.
[<αρχ. ὄχθη], η όχθη·
- η άλλη όχθη, βλ. φρ. η αντίπερα όχθη·
-η
αντίπερα όχθη, η
διαφορετική άποψη πάνω σε κάποιο θέμα, σε κάποιο πρόβλημα, καθώς και αυτός ή
αυτοί που την υποστηρίζουν: «για να προχωρήσουμε στη σύναψη συμφωνίας, πρέπει
να ξέρουμε τι γνώμη έχει και η αντίπερα όχθη».