ουσία, η, ουσ.
[<αρχ. οὐσία], η ουσία. 1. το βαθύτερο νόημα, το ουσιώδες
περιεχόμενο: «ό,τι και να πεις, όσο και να δικαιολογηθείς, η ουσία είναι ότι
αποτύχαμε». (Λαϊκό τραγούδι: μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει
αθανασία). 2. επιστημονικός χαρακτηρισμός των ναρκωτικών: «ανάλογα
με τις ουσίες που παίρνει κανείς, αντιμετωπίζει και διαφορετικούς κινδύνους».
(Λαϊκό τραγούδι: ουσίες, ουσίες κι οινοπνεύματα κι αρχίσαν να
ξεχύνονται μες το μυαλό τα πνεύματα). 3. η γεύση, η νοστιμιά
φαγητού, η θρεπτική του αξία: «πρέπει να ρίξεις λίγο αλάτι, γιατί έτσι δεν έχει
καμιά ουσία το φαγητό || πιες αμέσως την πορτοκαλάδα σου, γιατί θα χάσει τις
ουσίες της»·
-
δεν καταναλώνει φαιά ουσία ή δεν ξοδεύει φαιά ουσία, (ειρωνικά)
δεν έχει μάθει ή δε θέλει να σκέφτεται πολύ, ιδίως για να μην έρχεται
αντιμέτωπος με την ουσία του προβλήματος: «μην του βάζεις δύσκολα πράγματα,
γιατί δεν ξοδεύει φαιά ουσία»·
-
επί της ουσίας, α. όσον αφορά το περιεχόμενο και όχι τον τύπο
μιας υπόθεσης ή ενός θέματος: «η συζήτηση που ακολούθησε ήταν επί της ουσίας». β.
όσον αφορά το κυριότερο, το σημαντικότερο σημείο μιας υπόθεσης ή ενός θέματος:
«άσε τα πολλά λόγια κι έλα αμέσως επί της ουσίας»·
-
κατ’ ουσίαν, βλ. φρ. στην ουσία·
- λόγια χωρίς (δίχως) ουσία, βλ. λ. λόγος·
-
ο τύπος τρώει την ουσία, η εμμονή στα τυπικά χαρακτηριστικά
αποπροσανατολίζει από την κυρίως υπόθεση, από το κυρίως θέμα: «πρέπει να ’μαστε
απλοί κι ουσιαστικοί, γιατί πολλές φορές ο τύπος τρώει την ουσία»·
-
στην ουσία, στην πραγματικότητα: «μπορεί να μιλούσαν κάπως νευρικά, αλλά
στην ουσία δε δημιουργήθηκε κάποια παρεξήγηση».