ουράνια, τα, ουσ. [πλ. του αρχ. επιθ. ουράνιος], ο ουρανός·
-
ανεβαίνω στα ουράνια, βλ. συνηθέστ. πετώ στα ουράνια·
- άνοιξαν τα ουράνια, βρέχει κατακλυσμιαία: «όλο το
πρωί ήταν κατάμαυρος ο ουρανός και τ’ απόγευμα άνοιξαν τα ουράνια»·
-
άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. συνηθέστ. άνοιξαν τα ουράνια·
- είμαι στα ουράνια, βλ. φρ. πετώ στα ουράνια·
- πετώ στα ουράνια, είμαι πολύ χαρούμενος, είμαι
ευτυχισμένος: «απ’ τη μέρα που πέρασε ο γιος μου στο πανεπιστήμιο, πετώ στα
ουράνια»·
-
τον ανεβάζω στα ουράνια, τον επαινώ, τον εγκωμιάζω, τον εξυμνώ: «όποιον
άνθρωπο συμπαθεί πολύ, τον ανεβάζει στα ουράνια || όταν αναφέρεται στον γαμπρό
του, τον ανεβάζει στα ουράνια»· βλ. και φρ. τον στέλνω στα ουράνια·
- τον στέλνω στα ουράνια, τον χαροποιώ πάρα πολύ, του
προσφέρω μεγάλη ευτυχία: «μόλις του ανακοίνωσε πως ο γιος του πέρασε στο
πανεπιστήμιο, τον έστειλε στα ουράνια»· βλ. και φρ. τον ανεβάζω στα ουράνια.