ουρά, η, ουσ.
[<αρχ. οὐρά], η ουρά. 1. το τελευταίο σημείο, το σημείο κατάληξης:
«έκοψα λίγο τις ουρές των μαλλιών μου, γιατί είχαν κάνει ψαλίδα || η ουρά του
κομήτη || η ουρά του αεροπλάνου». 2. η τελευταία σειρά προσώπων ή
πραγμάτων σε αντιδιαστολή προς την αρχή, την κεφαλή: «η κεφαλή της πορείας περνούσε
μπροστά απ’ τ’ αμερικάνικο προξενείο και η ουρά τρία χιλιόμετρα μακριά || η
τάδε ομάδα βρίσκεται στην ουρά του βαθμολογικού πίνακα». 3. λέγεται για
άτομο που ακολουθεί πιστά κάποιον, που είναι πειθήνιο όργανό του: «απ’ τη μέρα
που τη γνώρισε, έχει γίνει η ουρά της || επειδή είναι πλούσιος, έχει γίνει η
ουρά του». 4. σειρά ανθρώπων που στέκονται με τάξη ο ένας πίσω από τον
άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό: «στάθηκε στην ουρά για να βγάλει
εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: την εβρήκα στο Χαϊδάρι δυο σκαλάκια, κόκκινο
φως ένα τσούρμο δώδεκα φαντάροι ουρά στην πόρτα, έρωτας στυφός).5.
ισχύει και για πράγματα: «λόγω των έργων που γίνονται στην εθνική οδό, στο
σημείο εκείνο υπάρχει πάντα μεγάλη ουρά από αυτοκίνητα». Παρομοίωση με το μακρύ
και λεπτό σχήμα της ουράς του ζώου. Υποκορ. ουρίτσα, η (βλ. λ.).
(Ακολουθούν 53 φρ.)·
-
αλόγου ουρά, βλ. λ. άλογο·
-
αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά της, δεν πάνε τα σκυλιά κοντά της, βλ. λ. σκύλα·
-
βάζει παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. φρ. χώνει
παντού την ουρά του·
-
βάζω την ουρά στα σκέλια ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή βάζω
την ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) ή βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια
(μου) (ενν. και φεύγω), φεύγω, αποχωρώ, υποχωρώ από κάπου ντροπιασμένος ή
φοβισμένος: «μόλις τον αποπήρε ο πατέρας του, έβαλε την ουρά στα σκέλια του και
μην τον είδατε || μόλις τον αγρίεψε ο άλλος, έβαλε στην ουρά ανάμεσα στα σκέλια
και δεν είπε κουβέντα». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν τον μαλώσει το
αφεντικό του, φεύγει βάζοντας την ουρά ανάμεσα στα σκέλια του·
- βγάζει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
-
βγάζει λίρα με ουρά ή βγάζει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
-
βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
-
βγάζει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
-
βγάζω την ουρά μου απ’ έξω, α. αποχωρώ, παύω να συμμετέχω σε
κάποια υπόθεση, γιατί αντιλαμβάνομαι πως αρχίζει να δυσκολεύει, πως ξεφεύγει
από τα όρια της νομιμότητας, ή γιατί αντιλαμβάνομαι πως δε θα αποκομίσω τα
οφέλη που υπολόγιζα: «απ’ τη στιγμή που δέχτηκαν να πάρει μέρος στη δουλειά κι
ο τάδε που είναι γνωστός απατεώνας, έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω || μόλις έπεσε
η δουλειά, έβγαλα την ουρά μου απ’ έξω και διέλυσα το συνεταιρισμό». β.
αρνούμαι τις ευθύνες μου, τη συμμετοχή μου σε κάποια επιλήψιμη πράξη, κάνω πως
δεν ξέρω τίποτα: «μη βγάζεις την ουρά σου απ’ έξω, γιατί, όσο φταίω εγώ, άλλο
τόσο φταις κι εσύ»·
- γάιδαρος με ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
-
γίνεται ουρά, λέγεται για πλήθος ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από
τον άλλον με τάξη, περιμένοντας για τον ίδιο σκοπό: «πού γίνεται ουρά για να
βγάλουμε εισιτήριο;»·
-
έβαλε ο διάβολος την ουρά του, βλ. λ. διάβολος·
-
εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος της ουράς του, βλ. λ. σκύλος·
-
είναι ουρά μου, βλ. φρ. τον έχω ουρά μου·
-
εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της,
δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
-
έπιασε το χέλι απ’ την ουρά, βλ. λ. χέλι·
-
έφυγε με την ουρά στα σκέλια, αποχώρησε, υποχώρησε από κάπου
ντροπιασμένος ή φοβισμένος: «μόλις ο άλλος αποκάλυψε μπροστά σ’ όλους ποιος
ήταν το καρφί, ο δικός σου έφυγε με την ουρά στα σκέλια || μόλις τον αγρίεψε ο
δικός, έφυγε ο τύπος με την ουρά στα σκέλια»·
-
έχει κομμένη την ουρά του, έχει χάσει την ισχύ του, το θράσος του, την
αλαζονεία του: «απ’ τη μέρα που έχασε την περιουσία του, έχει κομμένη την ουρά
του». Αναφορά στην αλεπού του αισώπειου μύθου·
-
έχει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
-
έχει λίρα με ουρά ή έχει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
-
έχει ουρά, υπάρχει πλήθος ανθρώπων, που στέκονται ο ένας πίσω από τον
άλλον με τάξη, περιμένοντας για τον ίδιο σκοπό: «στο ταμείο του σούπερ μάρκετ
έχει ουρά»·
- έχει παντού την ουρά του ή έχει την ουρά του παντού, βλ.
συνηθέστ. χώνει παντού την ουρά του·
-
έχει παρά με ουρά ή έχει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
-
έχει χρήμα με ουρά, βλ. λ. χρήμα·
-
έχει ψείρα με ουρά ή έχει ψείρες με ουρά, βλ. λ. ψείρα·
-
έχω μαζεμένη την ουρά μου, ενεργώ με διακριτικότητα: «κάθε φορά που
έρχεται ο διευθυντής στο γραφείο μου, έχω μαζεμένη την ουρά μου»·
- η γάτα με τις εννιά ουρές, βλ. λ. γάτα·
-
η ουρά έμεινε, συγκοπή της φρ. φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά:
«έλα, κάνε ακόμα λίγο υπομονή, η ουρά έμεινε»·
-
κάνουν ουρά, βλ. φρ. περιμένουν ουρά·
-
κάνω ουρά, στέκομαι με τάξη πίσω από άλλους ανθρώπους που περιμένουν για
τον ίδιο σκοπό: «αν δεν κάνετε ουρά, δε θα πάρει κανένας σας εισιτήριο»·
-
κουνάει την ουρά της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, προκαλεί
τους άντρες ερωτικά, τα θέλει: «μόλις δει κανένα ομορφόπαιδο, κουνάει την ουρά
της». Από την εικόνα του σκύλου, που, όταν θέλει χάδια, πηγαίνει κοντά στο
αφεντικό του και κουνάει παιχνιδιάρικα την ουρά του ·
-
κουνάει την ουρά του, επιδιώκει κάτι πάρα πολύ, το επιθυμεί ή το
προκαλεί: «απ’ ό,τι ξέρω, αυτός ο τύπος κουνάει την ουρά του για καβγά»·
-
κυνηγάει την ουρά του, ματαιοπονεί: «ξεκίνησε να φτιάξει χωρίς φράγκο
επιχείρηση και μου φαίνεται πως κυνηγάει την ουρά του». Από την εικόνα του
σκύλου που προσπαθεί να δαγκώσει την ουρά του·
-
μαζεύω την ουρά στα σκέλια ή μαζεύω την ουρά στα σκέλια μου, βλ.
συνηθέστ. βάζω την ουρά στα σκέλια·
- μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου, λέγεται στις περιπτώσεις που
ασχολείται κάποιος με δευτερεύοντα πράγματα, ενώ υπάρχουν άλλα που είναι πολύ
ουσιαστικά, ή λέγεται στις περιπτώσεις που μας παρουσιάζουν κάτι ως σημαντικό,
ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το σιγά·
- μη στάξει η ουρά του ποντικιού, βλ. συνηθέστ. μη στάξει η ουρά
του γαϊδάρου·
-
μου ’γινε ουρά, βλ. φρ. τον έχω ουρά μου·
-
περιμένουν στην ουρά, λέγεται στην περίπτωση που πολλοί άνθρωποι
περιμένουν για τον ίδιο σκοπό υπομονετικά ο ένας πίσω από τον άλλον: «οι θεατές
περιμένουν ουρά για να βγάλουν εισιτήριο». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα
πενήντα καλοστέκεις μια χαρά και για χάρη σου οι γυναίκες σε περιμένουν στην
ουρά)·
-
πιάνεται απ’ την ουρά του βοδιού και δε βλέπει το βόδι, βλ. λ. βόδι·
-
πίσω είναι τα φίδια με τις ουρές, βλ. λ. φίδι·
-
πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, βλ. λ. αχλάδα·
-
στην ουρά! απειλητικό ή προτρεπτικό επιφώνημα σε κάποιον να σταθεί πίσω
από τον τελευταίο μιας σειράς ανθρώπων που περιμένουν με τάξη για τον ίδιο
σκοπό, ενώ αυτός επιχειρεί να τους υποσκελίσει·
-
στην ουρά, α. στους τελευταίους, στο τέλος μιας σειράς προσώπων ή
πραγμάτων: «αυτόν που ψάχνεις τον είδα στην ουρά της πορείας || η ομάδα μας
βρίσκεται στην ουρά του βαθμολογικού πίνακα». β. ο ένας πίσω από τον
άλλον περιμένοντας με τάξη για τον ίδιο σκοπό: «οι φίλαθλοι στην ουρά,
αγωνιούσαν να φτάσουν στα εκδοτήρια του σταδίου για ν’ αποχτήσουν το πολυπόθητο
εισιτήριο του αγώνα». (Τραγούδι: κι από την πρώτη τη βραδιά, τα παλικάρια στην
ουρά, κρατούν σφιχτά πέντ’ έξι τάλιρα σωστά)·
-
τα κάνει με ουρές και με κεφάλια, βλ. λ. κεφάλι·
-
το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
-
τον έχω ουρά μου, με ακολουθεί συνεχώς όπου και αν πηγαίνω, δεν
ξεκολλάει από πίσω μου, από κοντά μου: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, τον έχω
ουρά μου και δεν μπορώ να κάνω βήμα χωρίς αυτόν»·
-
του γαϊδάρου η ουρά είναι πιο βαριά απ’ το γάιδαρο, βλ. λ. γάιδαρος·
-
τραβώ την ουρά μου, βλ. φρ. βγάζω την ουρά μου απ’ έξω·
- φάγαμε το βόδι κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. βόδι·
-
φάγαμε το γάιδαρο κι απόμεινε η ουρά, βλ. λ. γάιδαρος·
-
χώνει παντού την ουρά του ή χώνει την ουρά του παντού, ανακατεύεται,
επεμβαίνει απρόσκλητος σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν: «του το ’χω πει χίλιες
φορές να μη χώνει παντού την ουρά του, γιατί γίνεται ενοχλητικός». Συνών. χώνει
παντού τη μούρη του / χώνει παντού τη μύτη του·
-
χώνει την ουρά του (κάπου), επεμβαίνει κάπου χωρίς να του ζητηθεί: «εσύ
τι ενδιαφέρεσαι και χώνεις την ουρά σου;»·
-
ψέμα με ουρά ή ψέματα με ουρά, βλ. λ. ψέμα.