ορισμός, ο, ουσ. [<αρχ. ὁρισμός], ορισμός· με τις αντων. μου,
σου, του, της, κ.λπ., η επιθυμία μου, σου, του, της, κ.λπ.
(Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: καλήν ημέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού
τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας)·
-
εξ ορισμού, λέγεται για κάτι που είναι αυτονόητο, που είναι εξαρχής
αποδεκτό: «ο Θεός εξ ορισμού είναι Πανάγαθος»·
-
η προσταγή σου λάχανα κι ο ορισμός σου αγγούρια, βλ. λ. προσταγή·
-
στους ορισμούς σου! ή στους ορισμούς σας! έκφραση σεβασμού σε
ανώτερο κοινωνικά ή ηλικιωμένο άτομο να μας εκδηλώσει την επιθυμία ή την εντολή
του, ή, αν αυτή έχει γίνει φανερή, δηλώνουμε πως θα πραγματοποιηθεί αμέσως. Ο
πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο. Συνών. δούλος σου! ή δούλος
σας! ή δούλος σου ταπεινός! ή δούλος σας ταπεινός! / στις
διαταγές σου! ή στις διαταγές σας! / στις προσταγές σου! ή στις
προσταγές σας!