όριο, το, ουσ.
[<αρχ. ὅριον], το όριο. 1. το ακρότατο σημείο μέχρι το οποίο φτάνει
κάτι, εκεί όπου εξαντλείται κάτι: «η υπομονή έχει και τα όριά της», δηλ.
εξαντλείται. (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα,
μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα). 2. η τελευταία
διαχωριστική γραμμή, το σύνορο: «ποια είναι τα όρια αυτού του χωραφιού;». 3.
(για περιορισμούς ή κανονισμούς) το ανώτατο σημείο που έχει καθοριστεί ως σωστό
ή νόμιμο: «όταν αρχίσει να πίνει, ξεπερνάει το όριο || μου έδωσε κλήση ο
τροχονόμος, γιατί έτρεχα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ το όριο». (Ακολουθούν 24
φρ.)·
-
αγγίζει τα όρια (+ γεν.), που έχει πλησιάσει πάρα πολύ, ιδίως κάτι κακό:
«τα γλέντια τους αγγίζουν τα όρια της κραιπάλης || οι απαιτήσεις του αγγίζουν
τα όρια του παραλόγου || ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αγγίζει τα όρια της
φτώχειας»·
-
βάζω ένα όριο (σε κάτι), καθορίζω ένα σημείο πέραν του οποίου καθετί θεωρείται
ασύδοτο, παράνομο ή καταστροφικό: «πρέπει να βάλουμε ένα όριο κέρδους για να
μην κατηγορηθούμε ως αισχροκερδείς || πρέπει να βάλουμε ένα όριο στις εκπτώσεις
για να μην μπούμε μέσα»·
-
βγαίνω απ’ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- βγαίνω απ’ τα όριά μου, εκνευρίζομαι πάρα πολύ και
αντιδρώ βίαια: «όταν πιω κάτι παραπάνω, τότε βγαίνω απ’ τα όριά μου και γίνομαι
ρεζίλι»·
- δεν έχει όρια! ή δεν έχει όριο! α. υπερβαίνει κάθε
πρόβλεψη, είναι απεριόριστο: «η αναίδειά του δεν έχει όρια! || η τεμπελιά του
δεν έχει όριο! || η μαλακία του δεν έχει όρια! || η καλοσύνη του δεν έχει
όριο!». β. (για πρόσωπα) ενεργεί χωρίς να έχει αναστολές: «όταν
πρόκειται για θέματα χρημάτων δεν έχει όρια αυτός ο άνθρωπος, γιατί μπορεί να
κάνει τα πάντα || όταν αγαπάει δεν έχει όρια, γιατί δίνεται με όλη την ψυχή του»·
-
δίχως όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια! (Λαϊκό τραγούδι: αγάπησέ με
δίχως όρια αν θέλεις να με αναστήσεις, δεν έχω άλλα περιθώρια για λόγια
και για ψευδαισθήσεις)·
-
εκτός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια δεν είναι
επιτρεπτή ή ανεκτή: «είπαμε ότι η διασκέδαση είναι απαραίτητη για τον άνθρωπο,
αλλά εσύ, βρε παιδάκι μου, είσαι εκτός ορίων». (Λαϊκό τραγούδι: βίος
ανθόσπαρτος αλλά μετ’ εμποδίων, της τρέλας έρωτες σαφώς εκτός ορίων)·
-
εντός ορίων, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι επιτρεπτή ή
ανεκτή: «και γλέντησαν και διασκέδασαν και τραγούδησαν τα παιδιά, αλλά όλα ήταν
εντός ορίων»·
- μέσα στα όρια, σε σημείο που κάποια εκδήλωση ή ενέργεια είναι
επιτρεπτή ή ανεκτή: «μπορεί να ήταν κάπως απότομος, αλλά γενικά η συμπεριφορά
του ήταν μέσα στα όρια». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το του ανεκτού·
- μέχρις ενός ορίου, σε σημείο μετά το οποίο δεν είναι
επιτρεπτό ή ανεκτό κάτι: «είπαμε να πιεις, ρε παιδάκι μου, αλλά μέχρις ενός
ορίου, γιατί εσύ όλο το βράδυ έπινες σαν νεροφίδα!»·
-
ξεπερνώ τα όρια, βλ. φρ. υπερβαίνω τα όρια·
- ξέρω τα όριά μου, γνωρίζω μέχρι ποιο σημείο αντέχω
να κάνω ή να μην κάνω κάτι: «επειδή ξέρω τα όριά μου, αν μου ξανακάνει το μάγκα,
θα τον σαπίσω στο ξύλο || αν με παρακαλέσει να τον βοηθήσω, σίγουρα δε θα
μπορέσω να του αρνηθώ, γιατί ξέρω τα όριά μου || όταν πίνω, σταματώ την
κατάλληλη στιγμή, γιατί ξέρω τα όριά μου»·
-
όριο ηλικίας, α. (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) ο
καθορισμένος χρόνος της ηλικίας, πέρα από τον οποίο αποχωρούν υποχρεωτικά από
την υπηρεσία τους και βγαίνουν στη σύνταξη: «τον άλλο χρόνο φτάνει σε όριο
ηλικίας κι ετοιμάζεται για τη σύνταξή του». β. (γενικά σε διαγωνισμούς ή
άλλες κοινωνικές παραχωρήσεις ή προσφορές) ο ανώτατος χρόνος ηλικίας ως προϋπόθεση
για συμμετοχή: «βρήκα ένα πολύ φτηνό εισιτήριο, αλλά είχε όριο ηλικίας τα
είκοσι έξι κι έτσι πλήρωσα το κανονικό || θέλω να πάρω μέρος στο διαγωνισμό,
αλλά μου φαίνεται πως έχουν βάλει όριο ηλικίας»·
-
σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
στα όρια του δυνατού, βλ. λ. δυνατός·
-
τα πάντα έχουν όρια, όλες οι εκδηλώσεις πρέπει να φτάνουν μέχρι ένα
σημείο, γιατί, αν συνεχίζονται πέρα από αυτό, γίνονται ενοχλητικές ή και
προσβλητικές: «τέρμα τ’ αστεία τώρα, γιατί τα πάντα έχουν όρια». (Τραγούδι: αλλάζουν
όμως οι καιροί δεν το κατάλαβες εσύ πως τα πάντα έχουν όρια τέλος πια τα
περιθώρια)·
-
τον έπιασε το όριο ηλικίας, (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς)
έφτασε σε εκείνο το όριο ηλικίας που πρέπει υποχρεωτικά να αποχωρήσει από την
ενεργό δράση, που πρέπει να συνταξιοδοτηθεί: «τον άλλο μήνα βγαίνει στη
σύνταξη, γιατί τον έπιασε το όριο ηλικίας»·
-
τον πήρε το όριο ηλικίας, βλ. φρ. τον έπιασε το όριο ηλικίας·
-
τον φέρνω στα όριά του, τον φέρνω στο σημείο να μην μπορεί να αντέχει,
να μην μπορεί να κάνει περισσότερη υπομονή: «με τη συνεχή γρίνια της η γυναίκα
του τον έφερε στα όριά του και σκέφτεται να χωρίσει»·
-
υπερβαίνω τα όρια, κάνω κατάχρηση δικαιώματος, παρεκτρέπομαι: «δεν μπορώ
να κάνω μαζί σου άλλο υπομονή, γιατί έχεις υπερβεί τα όρια»·
-
φτάνω στα όριά μου, δεν αντέχω άλλο: «όταν πίνω και φτάνω στα όριά μου,
δε βάζω στη συνέχεια ούτε γουλιά στο στόμα μου»·
-
φτάνω στα όρια της αντοχής μου (της υπομονής μου), εξαντλώ την αντοχή
μου (την υπομονή μου): «δεν μπορώ ν’ αντέξω περισσότερο, γιατί έχω φτάσει στα
όρια της αντοχής μου»·
-
χωρίς όρια, βλ. φρ. δεν έχει όρια(!)·
-
ως ένα όριο, βλ. φρ. μέχρις ενός ορίου.