όρεξη, η, ουσ.
[<αρχ. ὄρεξις], η όρεξη· (γενικά) το κέφι, η διάθεση για κάτι: «έχω όρεξη
για χορό || έχω όρεξη για διασκέδαση || έχω όρεξη για πήδημα || έχω όρεξη για
ταξίδια». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που ξαναγύρισα αλλιώτικη σε βρήκα, δίχως την
πρώτη όρεξη, χωρίς την πρώτη γλύκα). (Ακολουθούν 29 φρ.)·
-
άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν
είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι
ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε
υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, θα πας στην
αποθήκη να καταμετρήσεις τι εμπόρευμα έχει απομείνει. -Άλλη όρεξη δεν είχα! Εδώ
δεν προλαβαίνω να τελειώσω τις παραγγελίες που έχω || απόψε πρέπει να πάμε στο
γάμο του τάδε. -Άλλη όρεξη δεν έχουμε!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα
σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι
συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «αν χρειαστώ αυτοκίνητο, θα ’ρθω να μου δώσεις
το δικό σου. -Άλλη όρεξη δεν είχα! || όπως θα έρχεσαι, μην ξεχάσεις να μου
φέρεις κι αυτά που σου ζήτησα. -Άλλη όρεξη δεν είχαμε!». Ο πλ. και όταν το
άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι
μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! βλ. λ. σκασίλα·
-
δε μου κάνει όρεξη να…, δεν έχω τη διάθεση, δεν επιθυμώ να…: «απ’ τη
μέρα που έγινε εκείνος ο καβγάς στα μπουζούκια, δε μου κάνει όρεξη να ξαναπάω».
(Λαϊκό τραγούδι: νιώθω μια κούραση βαριά στο σώμα μου και στην καρδιά και δε
μου κάνει όρεξη να κουβεντιάσω· όλα τα έχω βαρεθεί, θέλω να ξαποστάσω)·
-
δουλεύει με όρεξη, εργάζεται με κέφι, με διάθεση και για το λόγο αυτό
εργάζεται αποδοτικά, παράγει έργο: «όποιος δουλεύει με όρεξη, βγάζει δουλειά»·
-
έκλεισε η όρεξή μου, βλ. φρ. κόπηκε η όρεξή μου·
- έμεινα με την όρεξη, ένιωσα απογοήτευση, γιατί
διαψεύστηκαν οι ελπίδες μου: «μου είχε υποσχεθεί πως θα μ’ έπαιρνε στη δουλειά
του, αλλά το μετάνιωσε κι έμεινα με την όρεξη». Συνών. έμεινα με τη γλύκα·
-
καλή όρεξη! ευχή σε κάποιον που κάθεται στο τραπέζι για φαγητό ή που μας
λέει πως θα πάει για φαγητό·
-
κάνω όρεξη, έχω τη διάθεση, επιθυμώ: «κάνω πολύ όρεξη για ένα γλέντι στα
μπουζούκια»·
-
κι είχα μια όρεξη! ή κι έχω μια όρεξη! ή κι είχαμε μια όρεξη! ή
κι έχουμε μια όρεξη! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δε
ντυθείς καλά, δε θα σε πάρω μαζί μου. -Κι είχα μια όρεξη!». Ο πλ. και όταν το
άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα
ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
-
κόπηκε η όρεξή μου ή μου κόπηκε η όρεξη, α. δεν έχω επιθυμία
να φάω, χάνω το αίσθημα της πείνας: «μόλις καθίσαμε στο τραπέζι, άρχισε η
γυναίκα μου τη μουρμούρα και μου κόπηκε η όρεξη». β. χάνω τη διάθεση,
παύω να επιθυμώ κάτι: «ήθελα πάρα πολύ να πάω στα μπουζούκια, αλλά, όταν
θυμήθηκα το σαματά που ’χε γίνει την προηγούμενη φορά, μου κόπηκε η όρεξη»·
-
με τι όρεξη; έκφραση με την οποία δηλώνουμε πως δεν έχουμε την πρόθεση ή
πως αδυνατούμε να προβούμε σε μια συγκεκριμένη ενέργεια είτε γιατί προηγουμένως
δείξαμε κακή διαγωγή είτε γιατί δεν έχουμε πια τη διάθεση ή τη δύναμη: «με τι
όρεξη να πάω να του ζητήσω βοήθεια, αφού ούτε μια φορά δεν ενδιαφέρθηκα γι’
αυτόν; || με τι όρεξη να στήσω απ’ την αρχή διαλυμένη δουλειά;». (Λαϊκό
τραγούδι: με το κλάμα συντροφιά θα ξενυχτήσω, νοσταλγώντας μια φευγάτη
αγκαλιά· το πρωί με τι κουράγιο να ξυπνήσω; με τι όρεξη να πάω στη
δουλειά;). Συνών. με τι κουράγιο(;)·
-
μου ανοίγει η όρεξη, βλ. φρ. μου ’ρχεται η όρεξη·
- μου κάνει όρεξη (κάτι), μου αρέσει, επιθυμώ πάρα πολύ
κάτι: «όταν μιλάει, έχουν τέτοια γλυκύτητα τα λόγια του, που μου κάνει όρεξη να
τον ακούω συνέχεια»·
-
μου ’ρχεται η όρεξη, α. επιθυμώ να φάω, έχω αυξημένο το αίσθημα
της πείνας: «όταν μου ’ρχεται η όρεξη, μπορώ να φάω έν’ αρνί στην καθισιά. β.
έχω τη διάθεση, επιθυμώ να κάνω κάτι: «κάθε φορά που μου ’ρχεται η όρεξη να πάω
στα μπουζούκια, θα σκάσω, αν δεν πάω»·
-
όρεξη για κουβέντα έχεις; έκφραση δυσφορίας σε άτομο που επιδιώκει να
ανοίξει κουβέντα μαζί μας, ενώ εμείς δεν έχουμε καμιά διάθεση: «σταμάτα, ρε
παιδάκι μου, τις ερωτήσεις, όρεξη για κουβέντα έχεις;»·
-
όρεξη να ’χεις! αρκεί να έχεις τη διάθεση, αρκεί να το επιθυμείς κι εσύ:
«θα πάμε το βράδυ στα μπουζούκια; -Όρεξη να ’χεις!»·
-
όρεξη που την έχεις! λέγεται για άτομο που νιώθει έντονη την επιθυμία
για κάτι, που βρίσκεται σε πολύ καλή διάθεση για να κάνει κάτι: «έλα, ρε
φιλαράκι, πάμε στα μπουζούκια ν’ ακούσουμε τον τάδε τραγουδιστή. -Όρεξη που την
έχεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε·
- όρεξη σ’ είχα! ή όρεξη σ’ έχω! ή όρεξη σ’ είχαμε! μου
είναι εντελώς αδιάφορη η παρουσία σου: «αν επιμείνεις περισσότερο στην αρχική
σου γνώμη, θα σηκωθώ και θα φύγω. -Όρεξη σ’ είχα!». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το ναι μωρέ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον
εαυτό του· βλ. και φρ. την όρεξή του είχα(!)·
-
περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, οι προτιμήσεις ποικίλλουν από άτομο σε άτομο,
γι’ αυτό και δεν υπόκεινται σε κριτική: «ώρες ώρες μου ’ρχεται να φάω αντσούγια
με πάστα. -Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα || είναι σωστό να φοράει κοστούμι με σπορ
παπούτσι -Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα»· βλ. και φρ. γούστα είν’ αυτά, λ.
γούστο·
-
περί ορέξεως ουδείς λόγος, βλ. φρ. περί ορέξεως κολοκυθόπιτα·
- την όρεξή σου είχα! ή την όρεξή σου έχω! την όρεξή
σου είχαμε! βλ. φρ. άλλη όρεξη δεν είχα(!)·
- την όρεξή του είχα! ή την όρεξή του έχω! ή την
όρεξή του είχαμε! μου είναι εντελώς αδιάφορη η παρουσία του: «μου είπε πως
αν δεν καλέσεις και τον τάδε, ούτε κι αυτός θα ’ρθει. -Την όρεξή του είχα!». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο για τον εαυτό του· βλ. και φρ. όρεξη σ’ είχα(!)·
- το τραβάει η όρεξή σου! με τις ενέργειές σου ή με τη
συμπεριφορά σου είναι σαν να επιδιώκεις να υποστείς κάποια τιμωρία ή κάτι κακό:
«απ’ τη στιγμή που αντιμιλάς σε κοτζάμ διευθυντή, το τραβάει η όρεξή σου!».
Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το και σένα και είναι φορές που η
φρ. κλείνει με το μου φαίνεται· βλ. και φρ. τραβάει η όρεξή μου
(κάτι)·
-
του ανοίγω την όρεξη, α. κάνω κάποιον να επιθυμεί να φάει, του
δημιουργώ το αίσθημα της πείνας: «είχε αποφασίσει ν’ αρχίσει δίαιτα, αλλά του ’σπασα
τη μύτη με τις μυρωδιές των φαγητών μου και του άνοιξα την όρεξη». β.
κάνω κάποιον να επιθυμεί κάτι: «απ’ το πες πες του άνοιξα την όρεξη να θέλει να
τη γνωρίσει». γ. με την παθητική στάση που κρατώ, κάνω κάποιον να
απαιτεί όλο και περισσότερα: «αν του δίνεις συνέχεια ό,τι σου ζητάει, θα του
ανοίξεις την όρεξη και θ’ αρχίσει να σου ζητάει όλο και περισσότερα»·
-
του κόβω την όρεξη, α. ενεργώ έτσι ώστε να μην θέλει κάποιος να
φάει, του χαλώ, του κόβω τη διάθεση για φαγητό: «όπως ερχόμασταν, του κέρασα
μια τυρόπιτα και του ’κοψα την όρεξη για μεσημεριανό φαγητό». β. κάνω
κάποιον να χάσει τη διάθεσή του, να πάψει να επιθυμεί κάτι: «όταν του ’πα για
τα μαχαιρώματα που είχαμε την προηγούμενη φορά, του ’κοψα την όρεξη για
μπουζούκια». γ. τον απογοητεύω, τον αποθαρρύνω: «μόλις του ’πα πως απ’
την τάδε γκόμενα κόλλησε ο φίλος μου βλεννόρροια, του ’κοψα την όρεξη να την
πηδήσει»·
-
τραβά η όρεξή μου (κάτι), επιθυμώ κάτι είτε αυτό είναι φαγητό είτε οτιδήποτε
άλλο: «τραβά η όρεξή μου να φάω μουσακά || σήμερα τραβά η όρεξή μου μπουζούκια»·
-
τρώγοντας ανοίγει η όρεξη ή τρώγοντας έρχεται η όρεξη, οι
συνεχείς επιτυχίες που έχει κάποιος, τον κάνουν να θέλει να πετύχει όλο και
περισσότερα: «στην αρχή άνοιξε ένα μπακάλικο, μετά το ’κανε σούπερ μάρκετ,
ύστερα άνοιξε κι άλλο σούπερ μάρκετ και τώρα έχει μια αλυσίδα από
πολυκαταστήματα. -Τρώγοντας ανοίγει η όρεξη». β. όταν κάποιος ζητάει και
παίρνει συνέχεια από κάποιον κάτι με ευκολία, τότε του γεννιέται η επιθυμία να
του ζητάει όλο και περισσότερα: «την πρώτη φορά του ζήτησε λεφτά, ύστερα τ’
αυτοκίνητό του για μερικές μέρες, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην γκαρσονιέρα
του κι όπως πάει, σε λίγο θα θελήσει και τη γυναίκα του. -Τρώγοντας έρχεται η
όρεξη». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το βλέπεις·
-
φόρεμα του κόσμου και φαΐ της όρεξής μας, λέγεται για αυτούς που έχουν
την οικονομική άνεση να ντύνονται σύμφωνα με τη μόδα και να τρώνε φαγητά της
αρεσκείας τους: «υπάρχει και μια τάξη ανθρώπων που είναι πάντα, φόρεμα του
κόσμου και φαΐ της όρεξής μας»·
-
χάνω την όρεξη ή χάνω την όρεξή μου, χάνω τη διάθεση, παύω να
επιθυμώ κάτι: «με τα χρόνια έχασε την όρεξη που είχε για το σεξ»·
-
ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ραπανάκια για την όρεξη γυρεύουμε, βλ. λ. ψωμί.