όργανο, το, ουσ. [<αρχ. ὄργανον], το όργανο. 1. αντικείμενο
ή εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούμε για ένα ορισμένο σκοπό ή για μια ορισμένη
δραστηριότητα: «τα όργανα της γυμναστικής || τα όργανα της γεωμετρίας». 2.
μέρος του ανθρώπινου σώματος: «πρέπει να αλλάξει νεφρό και του σύστησαν τον
τάδε γιατρό που είναι αστέρι στη μεταμόσχευση οργάνων». 3. άτομο που
υπηρετεί τα σχέδια ή τους σκοπούς άλλου, που εργάζεται για λογαριασμό άλλου:
«όταν έρχεται αυτός ο τύπος στην παρέα μας, μη λες πολλά λόγια, γιατί είναι
όργανο του τάδε και θα του μεταφέρει επακριβώς ό,τι κι αν πούμε || τα όργανα
του υπουργείου εμπορίου κάνουν συνεχείς ελέγχους στην αγορά». 4. άτομο
που είναι υποχείριο κάποιου άλλου: «δεν έχει το πλεμόνι να εκφέρει τη γνώμη
του, γιατί είναι όργανο του τάδε». 5. άντρας της δημόσιας τάξης, ο
κατώτερος αστυνομικός: «όταν σου μιλάει το όργανο, εσύ δε θ’ αντιμιλάς». 6α.
ο πούτσος, το πέος: «τον συνέλαβαν, γιατί κάθε τόσο άνοιγε την καμπαρτίνα του
κι έκανε μόστρα τ’ όργανό του». β. πιο σπάνια το γυναικείο αιδοίο:
«μόλις έσβησαν τα φώτα, πέρασε το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα της κι άρχισε να
της χαϊδεύει τ’ όργανό της». 7α. στον πλ. τα όργανα, δημοτική
ορχήστρα αποτελούμενη από βιολιά, κλαρίνα και νταούλι: «θέλει να παντρευτεί στο
χωριό του για να βάλει τα όργανα να παίζουν στο γάμο του». Συνών. κλαρίνα
(3). β. λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκια. (Λαϊκό τραγούδι: άρχισαν τα
όργανα,το μπουζούκι εργάζεται, να το το κορίτσι μου σιέται και
τινάζεται // πάρ’ τε όργανα παράδες, παίξ’ τε απόψε συνεχώς, κι αν τα
φάω μέχρι φράγκο δε θα γίνω πιο φτωχός)·
-
αρχίζω να κουρντίζω τ’ όργανο, προετοιμάζομαι εντατικά να προβώ σε
κάποια ενέργεια: «θέλει ν’ ασχοληθεί με μια καινούρια δουλειά κι άρχισε να
κουρντίζει τ’ όργανό του για να την ξεκινήσει». Από την εικόνα του μουσικού που
κουρντίζει προσεχτικά το μουσικό του όργανο πριν αρχίσει να παίζει·
-
άρχισαν τα όργανα, α. δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση και φασαρία,
άρχισε το μάλωμα, ο καβγάς: «μόλις αντιλήφθηκε πως απ’ τη διπλανή παρέα ενοχλούσαν
τη γυναίκα του, σηκώθηκε αγριεμένος κι άρχισαν τα όργανα». Από την εικόνα της
ορχήστρας που, όταν δημιουργείται φασαρία μεταξύ των θαμώνων, αρχίζουν να
παίζουν έντονα τα όργανά τους για να καλύψουν το θόρυβο που δημιουργείται κατά
τη διάρκεια της συμπλοκής. β. άρχισε να δέχεται κάποιος αυστηρές
επιπλήξεις: «μόλις τον είδε ο πατέρας του μεθυσμένο, άρχισαν τα όργανα». Από το
ότι, όταν αρχίζουν να παίζουν τα όργανα, διακόπτεται η ήρεμη κατάσταση που
επικρατούσε·
-
βαρούν τα όργανα, παίζουν τα όργανα: «μόλις άρχισαν να βαρούν τα όργανα,
σηκώθηκαν αρκετοί να χορέψουν»·
-
είναι τυφλό όργανο (κάποιου ή κάποιων), δεν έχει δική του βούληση, αλλά
πράττει ό,τι του υποδεικνύει κάποιος ή κάποιοι: «είναι ένα γελοίο υποκείμενο,
τυφλό όργανο του τάδε || ο τάδε είναι τυφλό όργανο των Αμερικάνων»·
-
ο βασιλιάς των οργάνων, βλ. λ. βασιλιάς·
-
όργανο της τάξης, ο αστυνομικός: «ευτυχώς, που υπήρχε εκεί κοντά ένα
όργανο της τάξης κι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους»·
-
όργανο του νόμου, βλ. φρ. όργανο της τάξης·