οργανισμός, ο, ουσ. [<μτγν. ὀργανισμός], ο οργανισμός·
-
τα θέλει ο οργανισμός σου! βλ. φρ. το τραβάει ο οργανισμός σου!
- το τραβάει ο οργανισμός σου! με τις ενέργειες που κάνεις ή με
τη συμπεριφορά σου είναι σαν να επιδιώκεις να υποστείς κάποια τιμωρία ή κάτι
κακό: «αφού θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν τον άντρακλα, το τραβάει ο οργανισμός
σου!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το και σένα και είναι φορές
που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται.