όπου, επίρρ.
[<αρχ. ὅπου], όπου. 1. οπουδήποτε: «απ’ τη στιγμή που έχεις την άδειά
μου, μπορείς να πηγαίνεις όπου θέλεις». 2. στο μέρος που, εκεί που:
«γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
-
άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
-
βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την
πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), επωφελήσου με οποιοδήποτε τρόπο
μπορείς: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, βάλ’ τον όπου μπορείς και μη νοιάζεσαι
για τίποτα»·
-
είναι πολύ όπου, (στη νεοαργκό) είναι πολύ εντυπωσιακός: «δεν περνάει
ποτέ απαρατήρητος, γιατί είναι πολύ όπου το άτομο»·
-
κι όπου βγει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή για
την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «θα συνεταιριστώ μαζί του κι όπου βγει || θα
πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου βγει». (Λαϊκό τραγούδι: τρελέ τσιγγάνε, τι με
κοιτάς, έρημη μόνη με παρατάς; Πάμε τσιγγάνε, πριν την αυγή θα ’ρθω μαζί σου και
όπου βγει)·
-
κι όπου με βγάλει, έκφραση αδιαφορίας για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή
για την κατάληξη κάποιας πορείας μας: «εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά κι όπου με
βγάλει || θα πάρω αυτόν το δρόμο κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: δεν
έχω πλούτη να σου χαρίσω, μα να πονέσεις δε θα σ’ αφήσω, σκέψου κι αν έχεις
καρδιά μεγάλη, έλα μαζί μου κι όπου μας βγάλει)·
-
κι όπου με βγάλει η άκρη, βλ. λ. άκρη·
-
κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
-
οι όπου γης, βλ. λ. γη·
- όπου ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια,
κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
-
όπου βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
-
όπου βρεθεί κι όπου σταθεί ή όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, σε
οποιοδήποτε μέρος και πάντοτε: «όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, μιλάει πάντα με τα
καλύτερα λόγια για τη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου
βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου για τα καλά που γνώρισες στα χέρια
τα δικά μου)·
-
όπου γάμος και χαρά, η Βασίλω πρώτη, βλ. λ. χαρά·
-
όπου γάμος και χαρά και αυτός στη μέση, βλ. λ. χαρά·
-
όπου γης, βλ. λ. γη·
-
όπου γης και πατρίς, βλ. λ. γη·
-
όπου γουστάρεις κι αγαπάς (ενν. να σε πάω, να πάμε), βλ. λ. γουστάρω·
-
όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
-
όπου δεν πίπτει (πέφτει) λόγος, πίπτει (πέφτει) ράβδος, βλ. λ. λόγος·
-
όπου δυο κι αυτός τρεις, βλ. λ. αυτός·
-
όπου κι αν, οπουδήποτε: «όπου κι αν κρυφτεί θα τον βρω»·
-
όπου κι όπου, α. οπουδήποτε και χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σκοπό:
«τριγυρίζει όπου κι όπου || κάθεται όπου κι όπου και ξεχνιέται με την κουβέντα».
β. (για πράγματα) οπουδήποτε και χωρίς τάξη: «αφήνει τα ρούχα του όπου
κι όπου κι ύστερα ψάχνει να τα βρει || αφήνει τα εργαλεία του όπου κι όπου κι
ύστερα του φταίνε οι άλλοι που τα χάνει»·
-
όπου κόσμος και Κοσμάς, βλ. λ. κόσμος·
-
όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
-
όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
-
όπου λάχει, α. οπουδήποτε και τυχαία: «ξαπλώνει όπου λάχει ||
όταν πεινάει τρώει όπου λάχει». (Λαϊκό τραγούδι: άδικα μην το παιδεύεις, βρε
γυναίκα πονηρή, και το ρίχνεις όπου λάχει τον μπελά του για να βρει)·
-
όπου μπαίνει ο ήλιος, βγαίνει ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
-
όπου να ’ναι, α. συντομότατα: «όπου να ’ναι θα ’ρθει». β.
οπουδήποτε και τυχαία: «δεν τρώει όπου να ’ναι, γιατί είναι πολύ σιχασιάρης». γ.
(για πράγματα) σε διάφορα μέρη και χωρίς φροντίδα, ακατάστατα: «αφήνει τα
πράγματά του όπου να ’ναι κι ύστερα τα ψάχνει με τις ώρες»·
-
όπου όπου, βλ. φρ. όπου κι όπου·
-
όπου πάει κι όπου βρεθεί, βλ. φρ. όπου βρεθεί κι όπου σταθεί.
(Λαϊκό τραγούδι: σε καταριέμαι, όπου πας κι όπου βρεθείς,μια
άσπρη μέρα στη ζωή σου να μη δεις)·
-
όπου πάει κι όπου σταθεί, βλ. φρ. όπου πάει κι όπου βρεθεί·
-
όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, βλ. λ. χορτάρι·
-
όπου περπατεί το ποτάμι, από κει θα πιεις νερό, βλ. λ. νερό·
-
όπου σταματά η λογική, αρχίζει ο στρατός, βλ. λ. λογική·
-
όπου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει, βλ. λ. μέλλει·
-
όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
-
όπου φτώχεια και γκρίνια, βλ. λ. φτώχεια·
-
όπου φτωχός κι η μοίρα του, βλ. λ. φτωχός·
-
όπου φύγει φύγει, βιαστική φυγή, βιαστική απομάκρυνση από ένα μέρος,
ιδίως από φόβο: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος, το ’βαλα στα πόδια κι
όπου φύγει φύγει». (Λαϊκό τραγούδι: οι φρατέλοι σαν με δούνε, ψάχνουν δρόμο
για να βρούνε, μα τους στρώνω στο κυνήγι και κείνοι όπου φύγει φύγει)·
-
όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
-
πάει όπου φυσάει ο άνεμος, βλ. λ. άνεμος·
-
χώσ’ τον (χώσ’ την, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την
πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. φρ. βάλ’ τον (βάλ’ την, βάλ’
το) όπου μπορείς.