ανώτερος,
-η, -ο, επιθ.
[<αρχ. ἀνώτερος], ανώτερος. 1α. που υπερέχει κάποιου: «ο τάδε είναι
πολύ ανώτερος στο τρέξιμο απ’ τον δείνα». β. που βρίσκεται ιεραρχικά σε
υψηλότερη θέση από κάποιον ή κάποιους: «είναι εντολή του ανωτέρου μου να μην
αφήσω να μπει κανείς μέσα». 2α. (στη γλώσσα της αργκό για πρόσωπα) που
είναι πολύ ωραίος, που είναι εξαιρετικός, που εντυπωσιάζει: «ο γιος του είναι
ανώτερος γκόμενος || είναι η πιο ανώτερη γκόμενα της γειτονιάς μας || σ’ αρέσει
ο φίλος μου; -Ανώτερος!». β. (για πράγματα) που είναι πάρα πολύ καλό,
που εντυπωσιάζει: «σ’ αρέσει τ’ αυτοκίνητό μου; -Ανώτερο!». Επίρρ. ανώτερα,
πάρα πολύ καλά, πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα, θαυμάσια: «περάσατε καλά
χτες βράδυ στα μπουζούκια; -Ανώτερα || πώς νιώθεις; -Ανώτερα»·
- ανώτερος
άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- για
λόγους ανωτέρας βίας ή λόγω ανωτέρας βίας, βλ. λ. βία·
- και
εις ανώτερα! βλ. φρ. και σ’ ανώτερα(!)·
- και
σ’ ανώτερα! α.
ευχή ύστερα από
επιτυχία κάποιου να ακολουθήσει και άλλη μεγαλύτερη: «μόλις πριν από δυο μέρες
πήρε το πτυχίο του γιατρού. -Και σ’ ανώτερα!». β.λέγεται και με
ειρωνική διάθεση σε άτομο που έπαθε κάποια μικροζημιά ή είχε κάποια
μικροατυχία: «έχασα το πορτοφόλι μου μ’ όλα μου τα λεφτά. -Και σ’ ανώτερα!».
Πολλές φορές, και στις δυο περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το άντε·
- κλάσεις
ανώτερο(ς), βλ. λ. κλάση·
- με
ανώτερό σου κάτσε και νηστικός κοιμήσου, προκειμένου να ωφεληθείς από
κάποιον που υπερέχει από εσένα πνευματικά, δεν πρέπει να υπολογίζεις κόπους και
θυσίες: «όσο περισσότερα μαθαίνεις στη ζωή σου τόσο το καλύτερο για σένα, γι’
αυτό, με ανώτερό σου κάτσε και νηστικός κοιμήσου»·
- περάσαμε
ανώτερα, πάρα πολύ καλά, ευχάριστα: «στην εκδρομή μας περάσαμε ανώτερα».