όπλο, το,ουσ.
[<αρχ. ὅπλον (= εργαλείο)], το όπλο. 1. στρατιωτικό τμήμα με
ιδιαίτερη διοίκηση, οπλισμό και προορισμό καθώς και με ιδιαίτερη στολή, το
πεζικό, το ναυτικό και η αεροπορία: «σε ποιο όπλο υπηρέτησες;». 2. (γενικά)
εφόδιο, επιχείρημα ή μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «έχει πάρει το
δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού κι αυτό είναι ένα καλό όπλο για να κερδίσει τη
ζωή του || η απεργία είναι ένα ισχυρό όπλο των εργαζομένων || ο εκβιασμός είναι
ένα όπλο στα χέρια των ανθρώπων της νύχτας». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχεις όπλα
ισχυρά για να με πολεμήσεις. Κάτσε καλά να σε χαρώ κι άσε τον άντρα π’
αγαπώ, μην του ξανακολλήσεις). 3. στον πλ. τα όπλα, γενικά ο
στρατός: «η νίκη δαφνοστόλισε τα ελληνικά όπλα». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
-
αδειάζω τ’ όπλο, α. αφαιρώ τις σφαίρες από το όπλο: «πάντα όταν
το καθαρίζω, αδειάζω τ’ όπλο». β. πυροβολώ απανωτά μέχρι να εξαντληθούν
όλες οι σφαίρες: «μόλις τον είδε άδειασε τ’ όπλο απάνω του και τον ξάπλωσε
νεκρό»·
-
γεμίζω τ’ όπλο, του βάζω σφαίρες: «ο αβ (βλ. λ.) διέταξε τους στρατιώτες
να γεμίσουν τα όπλα»·
-
για την τιμή των όπλων, βλ. λ. τιμή·
-
δίνω όπλα (σε κάποιον), δίνω επιχειρήματα σε κάποιον που μπορεί να
στρέψει εναντίον μου: «εν αγνοία σου έδωσες όπλα στον ανταγωνιστή σου και σου
’φαγε τη δουλειά»·
-
δίνω όπλα, (για λαούς, φυλές, ομάδες)τους εξοπλίζω: «ποιο κράτος
έδωσε όπλα στους αντιφρονούντες να εξεγερθούν κατά της κυβέρνησης;»·
-
εφ’ όπλου λόγχη, λ. λόγχη·
-
έχω τα όπλα, έχω τα απαραίτητα εφόδια για την επίτευξη κάποιου σκοπού:
«έχεις τα όπλα για να στήσεις όλη αυτή τη δουλειά που μου λες;»·
-
έχω υπό τα όπλα, διαθέτω ετοιμοπόλεμη στρατιωτική δύναμη: «η πατρίδα
έχει υπό τα όπλα ικανό αριθμό στρατιωτών»·
-
καλούμαι υπό τα όπλα, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης: «πριν από ένα
μήνα κλήθηκε υπό τα όπλα»·
-
καλώ υπό τα όπλα, καλώ κάποιον να υπηρετήσει ως στρατιώτης: «το
επιτελείο κάλεσε υπό τα όπλα την τελευταία ηλικία»·
-
καταθέτω τα όπλα, α. παραιτούμαι από κάποιον αγώνα, από κάποια
διαμάχη, από κάποια δυναμική αναμέτρηση: «ο άλλος είχε πάρει για την υπόθεση
δέκα δικηγόρους κι έτσι αναγκάστηκα να καταθέσω τα όπλα, γιατί έτσι κι αλλιώς
θα την έχανα τη δίκη». β. ομολογώ την αδυναμία μου σε κάτι, παραδέχομαι
την ήττα μου, συνθηκολογώ: «ο εχθρός κατέθεσε τα όπλα»·
-
καταφεύγω στα όπλα, (για λαούς, φυλές ή ομάδες) επιλέγω τον ένοπλο αγώνα
για να βρω το δίκιο μου ή για να λύσω τις διαφορές μου με κάποιον αντίπαλο ή
εχθρό μου: «μετά το ναυάγιο των συνομιλιών, οι δυο λαοί κατέφυγαν στα όπλα»·
-
κρυφά όπλα, λέγεται για άντρα ή γυναίκα που χρησιμοποιεί το σώμα του ή
τη σεξουαλική του δραστηριότητα για να αναδειχθεί: «μην ψάχνεις τώρα τι έχει
σπουδάσει και την έχουν σ’ αυτή τη θέση, γιατί, αν την παρατηρήσεις καλά, θα
δεις ότι διαθέτει κρυφά όπλα»·
-
με τα όπλα, με τη χρήση όπλων: «ο λαός έδιωξε με τα όπλα τους τύραννους»·
-
με τι όπλα; με τι εφόδια, με τι προσόντα (ενν. επιχειρείς να
πραγματοποιήσεις κάτι;): «όλ’ αυτά που μου λες είναι όμορφα κι ωραία, αλλά δε
μου ’πες ακόμα με τι όπλα θα τα καταφέρεις;»·
-
μίλησαν τα όπλα, οι διαφορές δυο ανθρώπων ή δυο ομάδων ανθρώπων (μετά το
ναυάγιο των πιθανών συνομιλιών) ξεκαθαρίστηκαν με τη χρήση όπλων: «όταν η μια
συμμορία θέλησε να μπει στα χωράφια της άλλης μίλησαν τα όπλα || όταν τα δυο
στρατόπεδα δε βρήκαν λύση στο πρόβλημά τους, μίλησαν τα όπλα»·
-
μυστικά όπλα, βλ. φρ. κρυφά όπλα·
-
όπλα παλάσκες και…, α. δηλώνει άμεση ενέργεια: «μόλις πάρω την
προκαταβολή που συμφωνήσαμε, όπλα παλάσκες κι αρχίζω τη δουλειά || μόλις παίρνει
το μισθό του, όπλα παλάσκες και κατευθείαν στο καζίνο». β. έκφραση με
την οποία προτρέπουμε κάποιον ή κάποιους να ετοιμάζονται για αναχώρηση: «άιντε,
παιδιά, επειδή πέρασε η ώρα, όπλα παλάσκες και να του δίνουμε». Από τη
στρατιωτική φρασεολογία, όπλα παλάσκες και στη γραμμή·
-
παίρνω τα όπλα, α. (για λαούς, φυλές ή ομάδες) επαναστατώ: «το
1821 όλοι οι Έλληνες πήραν τα όπλα κατά των Τούρκων». β. (για πρόσωπα)
αντιδρώ βίαια: «μην προσπαθήσεις να τον συμβουλέψεις, γιατί, μόλις του πεις
καμιά κουβέντα παραπάνω, παίρνει αμέσως τα όπλα»·
-
παραδίνω τα όπλα, βλ. φρ. καταθέτω τα όπλα·
- παρουσιάζω όπλα, (για στρατιωτικό άγημα) αποδίδω
σε στρατιωτικό, πολιτικό ή θρησκευτικό πρόσωπο τιμές σε στάση προσοχής
κρατώντας το όπλο μου κατακόρυφο με την κάννη του λίγο πιο ψηλά από το ύψος των
ματιών μου: «όση ώρα ο διοικητής επιθεωρούσε το άγημα, παρουσιάζαμε όπλα ||
μόλις ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατέβηκε απ’ τ’ αεροπλάνο, το άγημα παρουσίασε
όπλα»·
-
πετώ τα όπλα, βλ. φρ. ρίχνω τα όπλα·
-
ρίχνω τα όπλα, α. τρέπομαι σε φυγή κατά τη μάχη: «οι εχθροί
έριξαν τα όπλα κι όπου φύγει φύγει». β. (γενικά) εγκαταλείπω έναν αγώνα,
παραδέχομαι την ήττα μου: «απ’ τη στιγμή που αντιλήφθηκα πως δεν μπορούσα να τα
βγάλω πέρα μαζί του, έριξα τα όπλα, γιατί δεν είμαι κορόιδο να φάω τζάμπα ξύλο»·
-
στα όπλα! α. παράγγελμα συναγερμού στρατιωτών από το φρουρό. β.
προτροπή για ένοπλο ξεσηκωμό: «άντε, ρε παιδιά, στα όπλα για να διώξουμε
τον κατακτητή». (Στρατιωτικό εμβατήριο: σάλπιγξ κράζει, στα όπλα φωνάζει,
παιδιά σηκωθείτε για την ελευθεριά)·
-
στα όπλα, προτροπή για έναρξη εργασίας ή κάποιας ενέργειας: «αρκετά
ξεκουραστήκατε, άιντε τώρα μπρος, στα όπλα». Συνών. στα πράματα·
-
τον πήραν στα νέα όπλα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση
αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β.
απάντηση που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι
ο τάδε, όταν δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού
είναι. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
-
τον πολεμώ με τα ίδια όπλα, τον πολεμώ, τον συναγωνίζομαι με τον ίδιο
τρόπο με τον οποίο με πολεμά ή με συναγωνίζεται. Συνήθως η φρ. αναφέρεται σε
όχι θεμιτά μέσα: «αφού με πολεμάει με συκοφαντίες και με ψευτιές, θα τον
πολεμήσω κι εγώ με τα ίδια όπλα»·
-
τον πολεμώ με τα ίδια του τα όπλα, στρέφω την εναντίον μου πολεμική του
εναντίον του: «έκανα υπομονή κι ανέχτηκα κάθε είδους αισχρή επίθεση από μέρους
του, αλλά, απ’ τη στιγμή που όλοι κατάλαβαν ποιος έχει επιτέλους δίκιο, έφτασε
η ώρα να τον πολεμήσω με τα ίδια του τα όπλα»·
-
του δίνω όπλα, του δίνω επιχειρήματα για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον
μου: «δε φταίει αυτός, εγώ φταίω που του ’δωσα όπλα να μου φάει τη δουλειά».