όπισθεν, επίρρ.
[<αρχ. ὄπισθεν], όπισθεν· ως ουσ. η όπισθεν, η θέση του μοχλού
ταχυτήτων στο κιβώτιο ταχυτήτων οχήματος, ώστε να μπορέσει αυτό να κινηθεί προς
τα πίσω: «κολλάει καμιά φορά η όπισθεν και πρέπει να πάω τ’ αυτοκίνητο στο
συνεργείο»·
-
γαμάει με την όπισθεν, ειρωνική αναφορά σε πούστη: «εγώ ξέρω πως από
μικρός γαμάει με την όπισθεν»·
-
έλα με την όπισθεν! (ενν. και κλάσε μας (μου) τ’ αρχίδια!), έκφραση που
επιτείνει το κλάσε μας τ’ αρχίδια! (βλ. λ.)·
-
έρχομαι με την όπισθεν, κινούμαι με το αυτοκίνητό μου προς τα πίσω:
«όπως ερχόταν με την όπισθεν, χτύπησε σ’ έναν κάδο απορριμμάτων του δήμου»·
-
θα πάρεις φόρα και θα μας (μου) τα κλάσεις με την όπισθεν! (ενν. τ’
αρχίδια), βλ. λ. φόρα1·
-
κάνω όπισθεν, α. υποχωρώ, υπαναχωρώ: «μόλις σηκώθηκε ο άλλος και
προχώρησε αγριεμένος εναντίον του, ο δικός σου έκανε όπισθεν || μόλις του ’δωσα
τα μισά απ’ αυτά που του χρωστούσα και διακανόνισα τα υπόλοιπα σε τρεις
μηνιαίες δόσεις, έκανε όπισθεν και απέσυρε τη μήνυση». β. κάνω πίσω με
το αυτοκίνητό μου: «όπως έκανε όπισθεν με τ’ αυτοκίνητό του, δεν είδε το
πιτσιρίκι που στεκόταν πίσω και το χτύπησε»·
-
κάνω όπισθεν ολοταχώς, υποχωρώ, υπαναχωρώ άρδην: «μόλις αγρίεψε ο άλλος,
έκανε όπισθεν ολοταχώς ο δικός σου κι όπου φύγει φύγει || όταν καταλαβαίνω πως
έχω κάπου λάθος, κάνω όπισθεν ολοταχώς».