όνομα, το, ουσ.
[<αρχ. ὄνομα], το όνομα. Υποκορ. ονοματάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. ονοματάρα,
η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 94 φρ.)·
-
ακούει στ’ όνομα, ονομάζεται: «θα βρεις κάποιον που ακούει στ’ όνομα
Περικλής»·
-
ακούω τ’ όνομά μου, ο νονός ή η νονά δίνει στο εγγόνι μου κατά το
μυστήριο της βάπτισης το όνομά μου: «προχτές βάφτισαν τον εγγονό του κι είναι
όλος χαρά, γιατί άκουσε τ’ όνομά του»·
-
άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, άλλος έχει τη φήμη πως αξίζει
ή πως είναι ικανός σε κάτι, ενώ στην πραγματικότητα άλλος έχει αυτές τις
ιδιότητες: «μου λέγατε πως είναι καλό παιδί, όμως, άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος
έχει τη χάρη, γιατί καλό παιδί αποδείχτηκε ο αδερφός του, ενώ αυτός είναι
μεγάλος μπαγάσας»·
-
αμαυρώνω τ’ όνομά μου, ενώ είμαι ευυπόληπτος αποκτώ με τις πράξεις μου
κακή φήμη: «κατάγεται από μεγάλη οικογένεια, αλλά αμαύρωσε τ’ όνομά του με τους
αλήτες που μπλέχτηκε»·
-
αποκτώ όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
-
αφήνω όνομα, μνημονεύομαι για την καλή ή κακή δράση μου: «άφησε όνομα
όσο καιρό είχε τη διεύθυνση του εργοστασίου, γιατί όλοι ήταν ευχαριστημένοι ||
μπορεί να πέθανε φτωχός, αλλ’ άφησε όνομα με τα ολονύχτια όργιά του»·
-
αφήνω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), βλ. φρ. γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι)·
-
βάζω τ’ όνομα κάποιου στο στόμα μου, βλ. φρ. πιάνω τ’ όνομα κάποιου
στο στόμα μου·
-
βάζω τ’ όνομά μου, υπογράφω: «αφού διάβασα πρώτα το συμβόλαιο, έβαλα τ’
όνομά μου»·
-
βγάζω όνομα, α. αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος για κάτι καλό ή
κακό: «με το πρώτο βιβλίο που έγραψε, έβγαλε αμέσως όνομα || πώς να μη βγάλεις
όνομα με τους αλήτες που κάνεις παρέα!». β. χάνω τη φερεγγυότητά μου:
«κάποτε ήταν καλός έμπορος, αλλά έβγαλε όνομα απ’ τη μέρα που άρχισε να παίζει
χαρτιά, γιατί δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του»· βλ. και φρ. του βγάζω τ’
όνομα·
-
βγάζω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), βαφτίζω κάποιον ή κάποια
και του δίνω όνομα ίδιο με το δικό μου: «βάφτισε κάποιο άπορο παιδί κι επειδή
δεν είχε παιδιά, έβγαλε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για την αγάπη
σου και για την ομορφιά σου, θε να βαφτίσω ένα παιδί, να βγάλω τ’ όνομά σου)·
βλ. και φρ. δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)·
-
βγαίνει τ’ όνομά μου, διασύρεται η υπόληψή μου: «πρέπει να καταλάβεις
πως με τους αλήτες που κάνεις παρέα, βγαίνει τ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: δε
θέλω πια να ξαναρθείς κρυφά από τη μαμά σου, για μένα, το παλιόπαιδο, να
βγαίνει τ’ όνομά σου)·
-
για ένα όνομα ζούμε, δηλώνει πως στη ζωή η υπόληψη του ατόμου και η καλή
του φήμη είναι υπεράνω όλων: «δε θέλω να ’χω ανάμειξη σε απατεωνιές και
λοβιτούρες, γιατί για ένα όνομα ζούμε»·
-
για όνομα! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού(!)·
-
για (τ’) όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
-
γίνομαι όνομα, βλ. λ. κάνω όνομα·
-
γιορτάζω τ’ όνομά μου, γιορτάζω την ονομαστική μου γιορτή: «του Αγίου
Γεωργίου γιορτάζω τ’ όνομά μου»·
-
γνωστό όνομα, α. είναι διάσημος, φημισμένος: «μα και βέβαια τον
ξέρω τον τάδε, αφού είναι γνωστό όνομα». β. έχω την εντύπωση πως γνωρίζω
το άτομο του οποίου αναφέρεται το όνομα, χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος,
ή απλά έχω ακούσει το όνομά του κάπου σε κάποια συζήτηση: «γνωστό όνομα, κάτι
μου λέει, αλλά δε μπορώ να θυμηθώ πού συναντηθήκαμε»·
-
γράφ’ το στ’ όνομα του… ή γράψ’ το στ’ όνομα του… (ακολουθεί κάποιο
όνομα), πίστωσέ το στον…: «θ’ αγοράσω αυτό το πουκάμισο και γράφ’ το στ’
όνομα του φίλου μου του Νίκου»·
-
γράφω στ’ όνομα (κάποιου κάτι), ορίζω με διαθήκη σε κάποιον την κυριότητα
επί της περιουσίας μου μετά το θάνατό μου: «λίγο πριν πεθάνει, έγραψε στ’ όνομα
του γιου του όλη την περιουσία του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα κι αν είχα τα
’γραψα απάνω στ’ όνομά της κι ένα πρωί με διώξανε αυτή και η μαμά της)·
-
γράφω τ’ όνομά μου, βλ. συνηθέστ. βάζω τ’ όνομά μου·
-
δε λέμε ονόματα, δεν κατονομάζουμε κανέναν, ιδίως όταν δεν είναι παρών:
«στην παρέα μας, όταν κουβεντιάζουμε για σοβαρά πράγματα και δεν είμαστε όλοι
παρόντες, δε λέμε ονόματα για ν’ αποφεύγονται διάφορες παρεξηγήσεις»· βλ. και
φρ. ονόματα να μη λέμε·
-
δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, δε φαίνεται με κάποιο νόμιμο έγγραφο να
έχει στην ιδιοκτησία του οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αυτό να σημαίνει
πως είναι και φτωχός: «επειδή κάνει μεγάλα ανοίγματα στη δουλειά του, έχει
μεταβιβάσει όλη την ακίνητη περιουσία στη γυναίκα του και δεν έχει τίποτα στ’
όνομά του». Πολλές φορές, μετά το τίποτα ακολουθεί το γραμμένο·
-
δεν κρατώ ονόματα, δε σημειώνω ή δεν μπορώ να θυμάμαι ονόματα:
«συναναστρέφομαι με τόσο πού κόσμο, που δεν κρατώ ονόματα»·
-
δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποια), παντρεύομαι κάποια: «εγώ σου ’δωσα τ’
όνομά μου και δε θέλω να το ντροπιάσεις». Από το ότι παλιότερα, όταν μια
γυναίκα παντρευόταν, έπαιρνε το οικογενειακό όνομα του άντρα της· βλ. και φρ. παίρνω
τ’ όνομα (κάποιου)·
-
δίνω τ’ όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια), α. υιοθετώ κάποιο
παιδί: «επειδή δεν μπορούσε να κάνει η γυναίκα μου παιδί, πήρα ένα αγοράκι απ’
το ορφανοτροφείο και του ’δωσα τ’ όνομά μου». β. αναγνωρίζω νόμιμα ένα
νόθο παιδί μου: «συζούσα με την τάδε κι έκανα μαζί της ένα κοριτσάκι, όμως του ’δωσα
τ’ όνομά μου για να ’μαι εντάξει με τη συνείδησή μου»· βλ. και φρ. βγάζω τ’
όνομά μου (σε κάποιον ή σε κάποια)
-
έβγαλα κακό όνομα, βλ. φρ. μου βγήκε τ’ όνομα·
- είναι πρώτο όνομα ή είναι το πρώτο όνομα, πρόκειται
για πολύ διάσημο πρόσωπο σε ένα χώρο επαγγελματικό, καλλιτεχνικό ή κοινωνικό:
«ο κύριος τάδε είναι πρώτο όνομα στο χώρο της ιατρικής || η τάδε είναι το πρώτο
όνομα στο χώρο του κινηματογράφου»·
- είναι πρώτο όνομα στη νύχτα ή είναι το πρώτο όνομα στη
νύχτα, πρόκειται για πρόσωπο που κυριαρχεί στις παράνομες υποθέσεις που
διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της νύχτας, είναι δηλαδή διάσημος μπράβος,
νονός, εκβιαστής, έμπορος ναρκωτικών ή έμπορος λευκής σαρκός: «όλοι θέλουν να
τα ’χουν καλά μαζί του, γιατί είναι πρώτο όνομα στη νύχτα»· βλ. και φρ. είναι
πρώτο όνομα στην πίστα·
- είναι πρώτο όνομα στην πίστα ή είναι το πρώτο όνομα στην
πίστα, πρόκειται για καλλιτέχνη, ιδίως τραγουδιστή ή τραγουδίστρια, που
κυριαρχεί στη νυχτερινή διασκέδαση: «η τάδε είναι το πρώτο όνομα στην πίστα»·
- είναι στ’ όνομά του (κάτι), είναι στην κυριότητά του, είναι
ιδιοκτήτης του: «δεν είναι φτωχός, γιατί αυτή η βιλάρα που βλέπεις είναι στ’
όνομά του»·
-
εν ονόματι του νόμου, δυνάμει του νόμου: «εν ονόματι του νόμου,
συλλαμβάνεστε»·
-
εξ ονόματος του..., εκ μέρους του..., ως εκπρόσωπος του…: «έρχομαι εξ
ονόματος του τάδε»· βλ. και φρ. τον γνωρίζω εξ ονόματος·
- επ’ ονόματι, στο όνομα κάποιου: «το λογαριασμό θα τον ανοίξεις
επ’ ονόματι της γυναίκας μου»·
-
έχει ένα όνομα, είναι ευυπόληπτος: «δε θέλει να κάνει παρέα μ’ αλήτες,
γιατί έχει ένα όνομα!». (Λαϊκό τραγούδι: είχα ένα όνομα, είχα
ένα σπίτι, είχα και μιαν αγάπη στην καρδιά κι άξαφνα κατάντησα σαν τον πρώτο
αλήτη μια πληγή, μια σκέτη μαχαιριά)·
-
έχει κακό όνομα, α. δεν είναι ευυπόληπτος, έχει κακή φήμη: «να
πεις το γιο σου να μην κάνει παρέα με τον τάδε, γιατί έχει κακό όνομα». β.
δεν είναι φερέγγυος: «δεν του κάνει κανείς πίστωση, γιατί έχει κακό όνομα στην
αγορά»·
-
έχει καλό όνομα, α. είναι ευυπόληπτος, έχει καλή φήμη: «από τη
μέρα που κάθισε σ’ αυτή τη γειτονιά, έχει καλό όνομα και τον εκτιμούν όλοι». β.
είναι φερέγγυος: «όλοι θέλουν να συνεργάζονται μαζί του, γιατί έχει καλό όνομα
στην αγορά»·
-
έχει όνομα, είναι διάσημος, ικανός, είναι φημισμένος για κάτι: «χρόνια
έχει όνομα με τα βιβλία που γράφει || κάθε φορά που παθαίνει βλάβη τ’
αυτοκίνητό μου, το πηγαίνω στον τάδε μηχανικό, γιατί έχει όνομα»·
-
έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
-
έχει στ’ όνομά του (κάτι), αποδεικνύει με νόμιμο έγγραφο την κυριότητά
του επί κινητής ή ακίνητης περιουσίας: «αυτός ο άνθρωπος έχει στ’ όνομά του
τέτοια περιουσία, που μπορεί για χρόνια να θρέφει όλη την πόλη μας»·
-
έχω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. γιορτάζω τ’ όνομά μου·
-
θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα, θα σε καταντροπιάσω, θα σε καταξεφτιλίσω:
«αν σε δω να βρίζεις πάλι τους γονείς σου, θα σε κάνω ν’ αλλάξεις όνομα».
Πολλές φορές, ακολουθούν διάφοροι υβριστικοί χαρακτηρισμοί, μεταξύ των οποίων, αλήτη
ή παλιοαλήτη ή κοπρόσκυλο ή ρεμάλι·
-
θέλω αποδείξεις και ονόματα, απαιτώ τεκμήρια και να μου κατονομάσεις
ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για κάτι: «δε θέλω να μου μιλάς αφηρημένα, θέλω
ονόματα». (Τραγούδι: απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα και το κορμάκι
σου θα ψάξω πόντο πόντο)·
-
θέλω διευθύνσεις και ονόματα, απαιτώ την πλήρη διαλεύκανση μιας
υπόθεσης, ιδίως ύποπτης: «είναι έξαλλος ο διευθυντής, γιατί πιστεύει πως η
παραγωγή σκάρτου εμπορεύματος οφείλεται σε σαμποτάζ, γι’ αυτό θέλει διευθύνσεις
και ονόματα, αλλιώς θα μας απολύσει όλους»·
-
θέλω ονόματα, απαιτώ να μου κατονομάσεις ανθρώπους, ιδίως ύποπτους για
κάτι: «αν θέλεις να συμβάλεις στην έρευνα που κάνω, θέλω ονόματα»·
-
κάλλιο (καλύτερα) να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
-
κάνω όνομα, αποκτώ φήμη, γίνομαι διάσημος: «απ’ τη μέρα που βγήκε στην
τηλεόραση, έκανε όνομα»·
-
κατ’ όνομα, α. μου είναι γνωστός μόνο ως όνομα, δεν τον γνωρίζω
προσωπικά: «δεν τον έχω δει ποτέ μου αυτόν που μου λες, αλλά τον ξέρω κατ’
όνομα». β. δεν έχω προσωπική αντίληψη για κάποιον, ό,τι γνωρίζω γι’
αυτόν, προέρχεται από πληροφορίες: «ξέρω μόνο κατ’ όνομα πως είναι τίμιος
έμπορος, αλλά δεν είχα ποτέ μου αλισβερίσι μαζί του». γ. τυπικά, όχι
ουσιαστικά: «αυτός κατ’ όνομα είναι διευθυντής του εργοστασίου, γιατί στην
πραγματικότητα άλλος το διευθύνει»·
-
κηλιδώνω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- κοινό όνομα, συνηθισμένο: «το όνομα Γιάννης είναι το πιο κοινό
όνομα στην Ελλάδα»·
-
κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), το εντυπώνω στο μυαλό μου ή το σημειώνω σε
κάποιο σημειωματάριο: «κράτησες τ’ όνομα του κυρίου που με ζήτησε;»·
-
λέει για τ’ όνομά μου, αναφέρεται σε μένα θετικά ή αρνητικά: «κάναμε
παρέα το καλοκαίρι στις διακοπές μας κι ακόμα λέει για τ’ όνομά μου». (Λαϊκό
τραγούδι: όπου σταθείς κι όπου βρεθείς θα λες για τ’ όνομά μου, για
τα καλά που πέρασες στα χέρια τα δικά μου)·
-
λεκιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. λερώνω τ’ όνομά μου·
- λερώνω τ’ όνομά μου, προσβάλλω, διασύρω με τις πράξεις
μου, τη συμπεριφορά μου το καλό όνομα που έχω: «προσπαθώ να φέρομαι πάντα
ευγενικά και τίμια, γιατί δεν έχω σκοπό να λερώσω τ’ όνομά μου»·
-
λέω τα πράγματα με τ’ όνομά τους, βλ. λ. πράγμα·
-
με τ’ όνομα, με ουσιαστική, με πραγματική αξία για την ιδιότητα που
αναφέρεται πως έχει κάποιος: «να τους πεις πως είμαι ο μάστρο Βαγγέλης με τ’
όνομα»·
-
μεγάλα ονόματα, πρόσωπα εξέχοντα: «στη δεξίωση ήταν παρόντα όλα τα
μεγάλα ονόματα της πόλης μας»·
-
μεγάλο όνομα, διάσημος, φημισμένος: «έχω γνωρίσει πολλά μεγάλα ονόματα
στο χώρο της λογοτεχνίας». (Λαϊκό τραγούδι: κι άμα θες ακόμα κάνουμε
κουμπάρο μ’ όνομα μεγάλο, τον Βασίλη τον Τσιτσάνη. Πες μου το ναι λοιπόν
κι αγάπα με κι εσύ!)·
-
μη για όνομα της Παναγίας! βλ. λ. Παναγία·
-
μη για όνομα του Θεού! βλ. λ. Θεός·
-
μιλάμε με τα μικρά μας ονόματα, είμαστε πολύ γνωστοί, έχουμε μεγάλη
οικειότητα μεταξύ μας: «μπορεί να έγινε μεγάλο και τρανός, αλλά μεταξύ μας μιλάμε
με τα μικρά μας ονόματα, γιατί γνωριζόμαστε από παιδιά»·
-
μου βγάζουν τ’ όνομα, προσβάλλουν, διασύρουν την υπόληψή μου,
διαδίδοντας κακοήθειες ή φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα: «εγώ ξέρω πως είμαι τίμιος,
γι’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει αν μου βγάζουν κάθε τόσο τ’ όνομα». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’
αλανιάρα μερακλού, φουμάρω το χασίσι, γι’ αυτό μου βγάλαν τ’ όνομα πως
αγαπώ ντερβίση)·
-
μου βγήκε τ’ όνομα, α. απόκτησα κακή φήμη: «απ’ τη μέρα που
διέδωσε κάποιος πως έχω μπλέξει με ναρκωτικά, μου βγήκε τ’ όνομα». β. έχασα
τη φερεγγυότητά μου: «μια φορά δεν πλήρωσα μια επιταγή κι αμέσως μου βγήκε τ’
όνομα»·
-
να μη λέμε ονόματα βλ. φρ. ονόματα να μη λέμε·
-
να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! α. ευχή σε κάποιον επ’ ευκαιρία της
ονομαστικής του γιορτής. Συνών. να χαίρεσαι τη γιορτή σου! β.
λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που αποδίδει στο όνομά του αξία την
οποία όμως εμείς αμφισβητούμε: «σε μένα μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί εγώ είμαι
ο τάδε. -Να χαίρεσαι τ’ όνομά σου! Λες και δεν ξέρουμε τι κουμάσι είσαι»·
-
ντροπιάζω τ’ όνομά μου, βλ. φρ. ρεζιλεύω τ’ όνομά μου·
- ντρόπιασε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες), βλ. φρ. ρεζίλεψε
τ’ όνομά μου·
- ξέχασε τ’ όνομά του, α. ζαλίστηκε πολύ ύστερα από ισχυρό
χτύπημα που δέχτηκε στο κεφάλι του: «του ’ρθε μια αδέσποτη πέτρα στο κεφάλι και
ξέχασε τ’ όνομά του». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές να παθαίνει πρόσκαιρη
αμνησία κάποιος, όταν δέχεται χτύπημα στο κεφάλι. β. ένιωσε μεγάλη χαρά,
ευχαρίστηση ή μεγάλη έκπληξη ή απορία: «ήταν τόσο νόστιμο το φαγητό που έφαγε,
που ξέχασε τ’ όνομά του || μόλις με είδε να κυκλοφορώ με τέτοια αυτοκινητάρα,
ξέχασε τ’ όνομά του || του γνώρισα μια γυναίκα, που, μόλις την είδε, ξέχασε τ’
όνομά του»·
- ο λύκος έχει τ’ όνομα κι η αλεπού τη χάρη, βλ. λ. λύκος·
-
οικογενειακό όνομα, το επίθετο, το επώνυμο κάποιου: «ξέρω πως ονομάζεται
Γιώργος, αλλά δεν ξέρω να σου πω το οικογενειακό του όνομα»·
- όνομα
και μη χωριό, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει κάτι
μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ ο συνομιλητής
μας γνωρίζει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε τώρα ποιος έκανε τη
λοβιτούρα, όνομα και μη χωριό»·
- όνομα
και πράμα, αυτό που λέγεται για κάποιον ή για κάτι δεν είναι μόνο φήμη,
αλλά και πραγματικότητα, ανταποκρίνεται απόλυτα στη φήμη του: «είχε μια
γκομενάρα μαζί του σκέτη νεράιδα, όνομα και πράμα σου λέω»·
-
όνομα κι εξυπηρέτηση, δηλώνει πως το όνομα που αναφέρεται, ιδίως
ονομασία εμπορικής φίρμας, παρέχει στους πελάτες πολλούς τρόπους αγοράς, μεγάλη
εξυπηρέτηση προκειμένου να αγοράσει κανείς κάτι. Θυμηθείτε το σλόγκαν: Κωτσόβολος,
όνομα κι εξυπηρέτηση·
-
ονόματα να μη λέμε, λέγεται συνήθως ειρωνικά για πρόσωπο που έχει κάνει
κάτι μεμπτό, που για κάποιο λόγο δε θέλουμε να το κατονομάσουμε, ενώ, τις πιο
πολλές φορές ο συνομιλητής μας ξέρει για ποιόν πρόκειται: «σαν να μην ξέρουμε
τώρα ποιος έβαλε χέρι στο ταμείο, ονόματα να μη λέμε»· βλ. και φρ. δε λέμε
ονόματα·
-
ορκίζομαι στ’ όνομά του, βλ. φρ. πίνω νερό στ’ όνομά του·
-
παίρνω τ’ όνομα (κάποιου), α. λέγεται σε περιπτώσεις που, σύμφωνα
με το έθιμο, ένα παιδί βαφτίζεται με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς ή άλλου
στενού συγγενικού προσώπου, ή στις περιπτώσεις που, σύμφωνα με τις νέες
συνήθειες, κάποια άλλη αιτία δίνει όνομα στο παιδί: «όταν γεννήθηκα, έτυχε να
έχει μόλις πεθάνει η αδερφή της μάνας μου και πήρα τ’ όνομα που είχε || από πού
πήρες τ’ όνομα Αλίκη; -Τότε ήταν της μόδας οι ταινίες της Βουγιουκλάκη κι η
μάνα μου ήταν φαν». β. παντρεύομαι κάποιον: «μετά από πέντε χρόνια
δεσμό, επιτέλους πήρε τ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα που ’γινες
αφέντρα της καρδιάς μου και πήρες τ’ όνομα του κύρη μου κυρά για να μην
έχουμε μπλεξίματα σαν του γιαλού τα κύματα να πας με τα δικά μου τα νερά).
Από το ότι, όταν μια γυναίκα παντρεύεται, παίρνει το οικογενειακό όνομα του
συζύγου της. Από τη στιγμή όμως που η γυναίκα βγήκε δυναμικά στην παραγωγή και
πάλεψε σκληρά για τα δικαιώματά της σαν άτομο στην κοινωνία, αυτό δεν είναι
απόλυτο και στο εξής είτε η γυναίκα κρατάει το οικογενειακό της όνομα είτε μετά
το δικό της έπεται του συζύγου της, π.χ.: Ελένη Κατσούλη-Κάτου, δηλ. η Ελένη
Κατσούλη παντρεύτηκε τον Αναστάσιο Κάτο·
-
παίρνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου βλ. συνηθέστ. πιάνω τ’ όνομα
(κάποιου) στο στόμα μου·
-
πες για τ’ όνομά μου, ρώτησε να μάθεις για το ποιόν μου, για το
χαρακτήρα μου, ρώτησε να μάθεις τι σόι άνθρωπος είμαι: «πες για τ’ όνομά μου, όπου
θέλεις, κι αν ακούσεις κακή λέξη, να με φτύσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αν δεν
πιστεύεις, ρώτησε και πες για τ’ όνομά μου, με δείχνουν με το δάχτυλο
για την παλικαριά μου)·
- πιάνω τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, αναφέρομαι σε κάποιον με όχι
κολακευτικά λόγια, κακολογώ κάποιον: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της οικογένειάς
μου στο στόμα σου, θα σε μαυρίσω στο ξύλο»·
-
πίνω νερό στ’ όνομά του, βλ. λ. νερό·
-
πίνω στ’ όνομα (κάποιου), πίνω στην υγεία κάποιου: «λείπει ο φίλος μας
στο εξωτερικό και πίνουμε στ’ όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: τους μάγκες όλους
γλένταγες κι αυτοί σε αγαπάνε και στ’ όνομά σου, Γιάννη μου, τα πίνουν και
ρα σπάνε)·
-
ρεζιλεύω τ’ όνομά μου, το διασύρω, το εξευτελίζω: «ρεζίλεψες τ’ όνομά
σου με τους αλήτες που κάνεις παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην
τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και κλαίω απ’ τη ντροπή μου)·
-
ρεζίλεψε τ’ όνομά μου, (για γυναίκες) η γυναίκα με την οποία είμαι
παντρεμένος με απάτησε: «δε θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου, γιατί ρεζίλεψε τ’
όνομά μου»·
-
στ’ όνομα (κάποιου), για λογαριασμό, κυριότητα κάποιου: «πέρασε κάποιος
κι άφησε αυτό το δέμα στ’ όνομά σου». (Λαϊκό τραγούδι: θα σου στείλω στ’
όνομά σου τέλια για τον μπαγλαμά σου)·
-
τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, λέγεται στην περίπτωση που
η φήμη ενός ανθρώπου δε συμβαδίζει με τον πλούτο: «σπουδαίος συγγραφέας, δε
λέω, αλλά τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, γιατί να φάει δεν έχει ο
φουκαράς!»·
-
της βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή της διαδίδοντας κακοήθειες ή
φανταστικά γεγονότα, ιδίως ερωτικά: «βγήκε η κοπέλα μια φορά μαζί του και της
έβγαλε τ’ όνομα χωρίς λόγο». (Λαϊκό τραγούδι: της το βγάλανε της Άννας τ’
όνομά της κρυφά από τη μαμά της)·
-
το βαφτιστικό όνομα (κάποιου), βλ. φρ. το μικρό όνομα (κάποιου)·
-
το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται, αυτός που έχει καλό παρελθόν,
υπολογίζεται πάντοτε και εκτιμάται: «απ’ τα νιάτα του ήταν καλό κι ευγενικό
παιδί και τον θυμάμαι γιατί, το καλό τ’ όνομα δε λησμονιέται»·
-
το μεγάλο όνομα (κάποιου), το οικογενειακό όνομα κάποιου, το
επώνυμό του: «το μεγάλο όνομα του βιβλιοπώλη που έχει το “Κατώι του Βιβλίου”, είναι
Μπαρμπουνάκης»·
-
το μικρό όνομα (κάποιου), το όνομα που δίνει ο νονός ή η νονά σε κάποιον
κατά τη βάφτισή του: «το μικρό όνομα του βιβλιοπώλη Μπαρμπουνάκη είναι Μανώλης
και επιμένει να γράφει το όνομά του με ωμέγα»·
-
τον γνωρίζω εξ ονόματος, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον έχω ακουστά:
«ξέρω για ποιον μου μιλάς, γιατί τον γνωρίζω εξ ονόματος»·
-
του βγάζω τ’ όνομα, διασύρω την υπόληψή του, διαδίδοντας κακοήθειες ή
φανταστικά επιλήψιμα γεγονότα σε βάρος του: «δε μπορεί κανείς να του βγάλει τ’
όνομα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είναι άμεμπτος». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω
φυλακή και στου Καπετανάκη – γιαβρούμ, γιατί μου βγάλαν τ’ όνομα πώς
πίνω το μαυράκι – αμάν)·
-
του (της) βγάζω τ’ όνομα, βλ. φρ. του (της) δίνω τ’ όνομα·
- του (της) δίνω τ’ όνομα, του (της) δίνω ένα όνομα κατά τη
βάφτισή του (της), τον (την) ονομάζω: «η νονά της της έδωσε τ’ όνομα Δέσποινα»·
-
φτιάχνω όνομα, βλ. φρ. κάνω όνομα·
- φτύνω στ’ όνομά του, δεν κρύβω τη μεγάλη έχθρα που έχω
για το άτομο που γίνεται λόγος: «είναι πολύ παλιάνθρωπος ο τάδε και φτύνω στ’
όνομά του». (Λαϊκό τραγούδι: σε μας δουλειά δε δίνουνε και στ’ όνομά του
φτύνουνε)·
- φωνάζουν τ’ όνομά μου, με καλεί κάποιος από μακριά
ονομαστικά: «μου φάνηκε σαν ν’ άκουσα να φωνάζουν τ’ όνομά μου»·
- φωνάζω με τ’ όνομά του (κάποιον), καλώ ονομαστικά κάποιον: «καλά,
δεν ακούς τόση ώρα που σε φωνάζουν με τ’ όνομά σου;».