όμοιος, -α, -ο, επίθ. [<αρχ. ὅμοιος], όμοιος·
-
γίναμε όλοι ίσα κι όμοια ή γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι, βλ. λ. ίσος·
-
δεν είμαστε ίσα κι όμοια ή δεν είμαστε ίσοι κι όμοιοι ή ίσα κι
όμοια είμαστε; ή ίσοι κι όμοιοι είμαστε; βλ. λ. ίσος·
-
δεν έχει τον όμοιό του, βλ. φρ. που δεν έχει τον όμοιό του·
-
όμοιος τον όμοιο, α. ο κάθε άνθρωπος συναναστρέφεται τον όμοιό
του, επιλέγει να κάνει παρέα με άτομο που έχει τα ίδια ενδιαφέροντα, τις ίδιες
επιδιώξεις με αυτόν: «πλούσιος αυτός, βρήκε και παντρεύτηκε πλούσια γυναίκα,
γιατί βλέπεις όμοιος τον όμοιο». β. λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που
κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση
που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού πνευματικού επιπέδου: «μην
παραξενεύεσαι που κάνουν παρέα, γιατί κλέφτης ο ένας, λαθρέμπορος ο άλλος,
όμοιος τον όμοιο που λένε». Πρβλ.: ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεί πελάζει (Πλάτωνος
Συμπόσιο). Συνών. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ (β) / είναι ραμμένοι φόδρα με
φόδρα (β) / κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι (β) / ο βρομιάρης, τον
βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα / τα ψωριάρικα
γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται·
-
όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα, βλ. λ. κοπριά·
-
που δεν έχει όμοιό του, (για πρόσωπα ή πράγματα) που έχει σε τέτοιο
βαθμό αναπτυγμένη μια ιδιότητά του, για καλό ή για κακό, που δεν επιδέχεται
σύγκριση: «είναι τόσο καλός άνθρωπος, που δεν έχει όμοιό του || είναι τόσο
αλήτης που δεν έχει όμοιό του || αγόρασε τέτοιο αυτοκίνητο που δεν έχει όμοιό
του».