ομελέτα, η, ουσ. [<γαλλ. omelette], η ομελέτα· η σεξουαλική
πράξη: «το μυαλό του είναι όλο στην ομελέτα». Από την εικόνα των αβγών που
σπάζουν και ανακατεύονται μεταξύ τους, πράγμα που παρομοιάζεται με τα
μπερδεμένα κορμιά·
-
δε γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, για την επίτευξη ενός σκοπού
απαιτείται και το ανάλογο κόστος: «για να στήσεις σήμερα μια δουλειά, περισσότερο
από κάθε άλλη εποχή χρειάζονται πολλά λεφτά και πολύς κόπος, γιατί δε γίνεται
ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά». Πολλές φορές, η φρ. σε ερωτηματικό τύπο: γίνεται
ομελέτα χωρίς να σπάσεις αβγά(;)·
- τα ’κανε ομελέτα, μπέρδεψε πάρα πολύ μια δουλειά,
υπόθεση ή κατάσταση: «του ανέθεσα να διευθύνει την επιχείρηση κι αυτός τα ’κανε
ομελέτα || θέλησε να επέμβει να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε ομελέτα».