ομάδα, η, ουσ.
[<μτγν. ὁμάς], η ομάδα· η σταθερή, η μόνιμη φιλική συντροφιά που συχνάζει
συστηματικά στον ίδιο χώρο, στο ίδιο στέκι: «κάθε βραδάκι η ομάδα μαζεύεται στο
μπαράκι Αλέα, ενώ κάθε Σαββατόβραδο όλη η ομάδα μαζεύεται στο κουτούκι του Νικόλα».
Υποκορ. ομαδίτσα και ομαδούλα, η (βλ. λ.).Μεγεθ. ομαδάρα,
η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή
μπασκετμπολίστες) σκοράροντας, μειώνω τη διαφορά τερμάτων ή πόντων με την οποία
προηγείται η αντίπαλη ομάδα, και διεκδικώ με αξιώσεις την ισοφάριση ή και τη
νίκη: «ο τάδε παίχτης με δυο απανωτά γκολ, έβαλε πάλι την ομάδα στο παιχνίδι ||
ο τάδε παίχτης μ’ ένα εκπληκτικό σερί επτά καλαθιών, έβαλε πάλι την ομάδα στο
παιχνίδι»·
-
δεν τραβά η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
-
έκατσε η ομάδα, α. η συντροφιά, η παρέα έχασε την ενεργητικότητά
της, το κέφι της: «μετά τη φασαρία που έγινε, έκατσε η ομάδα κι αποφασίσαμε να
το διαλύσουμε». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα έπαψε να
αποδίδει σύμφωνα με τις δυνατότητές της: «οι παίχτες μας ήταν πολύ κουρασμένοι,
γι’ αυτό στο δεύτερο ημιχρόνιο έκατσε η ομάδα». Ισχύει και για ομάδα μπάσκετ·
-
κάθισε η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
-
κρέμασε η ομάδα, βλ. φρ. έκατσε η ομάδα·
- κρεμώ την ομάδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)
γίνομαι αιτία να μην κερδίσει η ομάδα μου: «πρέπει να διώξουμε αυτόν το
χασογκόλη, γιατί έχει κρεμάσει την ομάδα ένα σωρό φορές». Ισχύει και για ομάδα
μπάσκετ·
- ομάδα υψηλού κινδύνου, βλ. λ. κίνδυνος·
- παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου ή παίρνω την ομάδα στις πλάτες
μου, (για ποδοσφαιριστές ή μπασκετμπολίστες) από τη στιγμή που οι
συμπαίχτες μου δεν αποδίδουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, αναλαμβάνω
προσωπικά να κάνω, να οργανώσω όλο το παιχνίδι: «όταν έκατσε η ομάδα, ο τάδε
παίχτης πήρε την ομάδα στην πλάτη του». Συνών. παίρνω το παιχνίδι στην πλάτη
μου ή παίρνω το παιχνίδι στις πλάτες μου / παίρνω απάνω μου το παιχνίδι ή
παίρνω το παιχνίδι απάνω μου·
-
παίρνω την ομάδα στους ώμους μου, (για ποδοσφαιριστές ή
μπασκετμπολίστες) βλ. φρ. παίρνω την ομάδα στην πλάτη μου·
-
πετά η ομάδα! α. η συντροφιά μας, η παρέα μας, έχει έντονη
ενεργητικότητα, βρίσκεται σε μεγάλα κέφια: «κάθε φορά που μαζευόμαστε όλα τα
παιδιά στα μπουζούκια, πετά η ομάδα». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η
ομάδα αποδίδει πολύ ικανοποιητικά, παίζει εξαιρετικά: «στο τελευταίο παιχνίδι
πετούσε η ομάδα και τα γκολ έμπαιναν το ’να πίσ’ απ’ τ’ άλλο». Ισχύει και για
ομάδα μπάσκετ·
-
σκίζει η ομάδα, βλ. φρ. πετά η ομάδα·
- τραβά η ομάδα, βλ. φρ. πετά η ομάδα.