ανωμαλία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀνωμαλία], η ανωμαλία. 1. η παρέκκλιση από το φυσιολογικό,
ιδίως κατά τη σεξουαλική πράξη, η σεξουαλική διαστροφή: «είναι γυναίκα που δε
δέχεται καμιά ανωμαλία». 2. η πολιτική ή κοινωνική εκτροπή από τη
συνταγματικότητα ή τη νομιμότητα: «η πολιτική ανωμαλία διέσυρε τη χώρα μας στο
εξωτερικό». 3. (γενικά) κάθε παρέκκλιση από καθετί φυσιολογικό: «βέβαια
θα μου πεις περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, δεν είναι
ανωμαλία να τρώει πάστα με παστές σαρδέλες;»·
- έγινε
της ανωμαλίας, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη κατάσταση, επικράτησε
εκρηκτικό κέφι: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, έγινε της ανωμαλίας
απ’ τα σπασίματα μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή,
μεγάλη φασαρία: «κάποια στιγμή οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια κι έγινε της
ανωμαλίας». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή:
«λίγο πριν απ’ το ντέρμπι, έγινε της ανωμαλίας μπροστά στα εκδοτήρια των
εισιτηρίων». Για συνών. βλ. φρ. έγινε της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- θα
γίνει της ανωμαλίας, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε
κάποιον ότι θα ενεργήσουμε πολύ σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο
που δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «αν δεν κάτσεις φρόνιμα, θα γίνει της
ανωμαλίας». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα επικρατήσει
εκρηκτικό κέφι: «πάμε στο γάμο της τάδε, γιατί απ’ ό,τι λένε θα γίνει της
ανωμαλίας». Για συνών. βλ. φρ. θα γίνει της κακομοίρας, λ. κακομοίρης·
- κάνω
ανωμαλίες, α. συνουσιάζομαι με ασυνήθιστα ερωτικά παιχνίδια ή κόλπα,
παρεκκλίνω από το φυσιολογικό κατά τη σεξουαλική πράξη: «αν δεν κάνει ανωμαλίες,
δεν ευχαριστιέται ούτε και με την πιο όμορφη γυναίκα». β. συμπεριφέρομαι
ανάρμοστα, ανάγωγα: «εκεί που θα πάμε, πρόσεξε μην αρχίσεις πάλι να κάνεις
ανωμαλίες, γιατί θα μας πετάξουν έξω με τις κλοτσιές!»·
- λέω
ανωμαλίες, λέω ανοησίες, βλακείες: « όταν αρχίζει να λέει ανωμαλίες, είναι
για να ξερνάς καλαπόδια».