όλος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. ὅλος], όλος. 1. ολόκληρος:
«όλος ο κόσμος σήμερα ζει μέσα στο ψέμα και στη διαφθορά». 2. (για
σύνολο ανθρώπων) που δεν απουσιάζει κανείς, που είναι παρόντες όσοι το
αποτελούν: «ο δάσκαλος συγκέντρωσε όλα τα παιδιά της τάξης στην αυλή». 3α.
το ουδ. ως ουσ. το όλο(ν), το σύνολο ως αφηρημένη έννοια: «πρέπει να
εξετάσουμε το όλον θέμα κι όχι την κάθε μια περίπτωση που μας προκύπτει». β.
ως επίρρ. συνολικά: «πέντε ευρώ τα φασολάκια, τρεις οι μπάμιες, δυο οι
ντομάτες, το όλον δέκα ευρώ». γ. το ουδ. στον πλ. χωρίς άρθρο ως επίρρ. όλα,
(για παιχνίδια) δηλώνει ισόπαλο αποτέλεσμα, ισόπαλα: «είμαστε δύο όλα», δηλ.
δύο δύο. 4. ως επιφών. όλο! ενθαρρυντικό ή προτρεπτικό επιφώνημα
σε λαϊκό χορευτή ή τραγουδιστή να συνεχίσει να χορεύει ή να τραγουδάει. 5.
όλοοο! όλοοο! ειρωνικό ή κοροϊδευτικό επιφώνημα σε δημόσιο αγορητή να
συνεχίσει να μιλάει, γιατί μας διασκεδάζει με τις ανοησίες που λέει. Επίρρ. όλο,
συνέχεια: «όπου και να πάμε, δημιουργεί όλο φασαρίες». (Ακολουθούν 379 φρ.)·
-
άδειασε όλη την άμυνα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. λ. άμυνα·
-
άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, βλ. λ. θέλω·
-
αν ήταν η ψωλή βιολί, θα ’ταν όλοι μουσικοί, βλ. λ. ψωλή·
-
αν ήτανε η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα, βλ. λ. ζήλια·
-
άνθρωπος για όλες τις δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
-
άνοιξαν όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες άνοιξαν, βλ. λ. πόρτα·
-
άντρας με τα όλα του, βλ. λ. άντρας·
-
απ’ αυτόν όλα να τα περιμένεις, βλ. λ. περιμένω·
-
απ’ όλα έχει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
-
απ’ όλα έχει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
-
απ’ όλες τις γωνιές της γης, βλ. λ. γωνία·
-
απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μεριά·
-
απόψε θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
-
αρπάζεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
ας γίνουν όλα στάχτη ή να γίνουν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
-
ας γίνουν όλα στάχτη και μπούλμπερη ή να γίνουν όλα στάχτη και
μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
-
άσπρα σκυλιά, μαύρα σκυλιά, όλοι οι σκύλοι μια κοιλιά, βλ. λ. σκυλί·
-
αυτό είν’ όλο! βλ. λ. αυτός·
-
αυτό είν’ όλο, βλ. λ. αυτός·
-
αυτοκίνητο με τα όλα του, βλ. λ. αυτοκίνητο·
-
αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα, βλ. λ. χήρα·
-
βάζω όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, βλ. λ. δυνατά·
-
βάζω όλες τις δυνάμεις μου ή βάζω όλες μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
-
βούιξε η γειτονιά όλη ή βούιξε όλη η γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
-
βούιξε ο κόσμος όλος ή βούιξε όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
-
βούιξε ο τόπος όλος ή βούιξε όλος ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
-
για όλες τις ώρες, βλ. λ. ώρα·
-
γίναμε όλοι ίσα κι όμοια ή γίναμε όλοι ίσοι κι όμοιοι, βλ. λ. ίσος·
-
γκρέμισαν όλα σαν τραπουλόχαρτα ή γκρέμισαν όλα σαν πύργος από
τραπουλόχαρτα, βλ. λ. τραπουλόχαρτο·
-
γυναίκα με τα όλα της, βλ. λ. γυναίκα·
-
δεν είναι όλες οι ώρες ίδιες, βλ. λ. ώρα·
-
δεν είπε όλα τα γράμματα (ενν. ο παπάς, ο ψάλτης), βλ. λ. γράμμα·
-
δεν μπαίνουν όλα τα πράγματα στο ίδιο σακί, βλ. λ. πράγμα·
-
δουλεύει όλη την κοινωνία, βλ. λ. κοινωνία·
-
δουλεύει όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
δώσ’ τα όλα! βλ. λ. δίνω·
-
έγιναν όλα καθωσπρέπει, βλ. λ. καθωσπρέπει·
-
έγιναν όλα καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
-
έγιναν όλα καλά κι όσια, βλ. λ. όσιος·
-
έγιναν όλα κάρβουνο, βλ. λ. κάρβουνο·
-
έγιναν όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
-
έγιναν όλα μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
-
έγιναν όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
-
έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
-
εδώ είναι όλη η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
-
εδώ είναι όλη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
εδώ είναι όλος ο καβγάς, βλ. λ. καβγάς·
-
εδώ είναι όλος ο κόμπος! βλ. λ. κόμπος·
-
εδώ είναι όλος ο κόμπος, βλ. λ. κόμπος·
-
εδώ είναι όλο το γαμώτο, βλ. λ. γαμώτο·
-
εδώ είναι όλο το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
-
εδώ θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
-
εδώ κολλάει όλη η δουλειά! βλ. λ. δουλειά·
-
εδώ κολλάει όλη η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
εδώ πληρώνονται όλα, βλ. λ. εδώ·
-
είμαι όλο(ς) αφτιά, βλ. λ. αφτί·
-
είμαι όλο(ς) μάτια, βλ. λ. μάτι·
-
είμαι όλο(ς) νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
-
είμαστ’ όλες ένα μάτσο βιόλες! βλ. λ. βιόλα2·
-
είναι ανοιχτός σε όλα, βλ. λ. ανοιχτός·
-
είναι άξιος για όλα, βλ. λ. άξιος·
-
είναι ικανός για όλα, βλ. λ. ικανός·
-
είναι μέσα σ’ όλα, γνωρίζει τα πάντα, μπορεί να εκφέρει γνώμη για
οτιδήποτε συζητείται: «ο τάδε μπορεί να σου πει ό,τι θέλεις, γιατί είναι μέσα
σ’ όλα || μ’ αυτόν μπορεί να κάνει κανείς ατέλειωτες συζητήσεις, γιατί είναι
μέσα σ’ όλα». (Τραγούδι: με φωνάζουνε τζίνι, το τζίνι, γιατί σ’ όλα είμαι
μέσα)·
-
είναι όλα μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
-
είναι όλο(ς) ζωή, βλ. λ. ζωή·
-
είναι όλο(ς) ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
-
είναι όλο(ς) νεύρο, βλ. λ. νεύρο·
-
είναι όλο(ς) φιγούρα και ιδέα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό ή είναι
όλο(ς) φιγούρα και λεζάντα, βλ. λ. φιγούρα·
-
είναι όλο(ς) φρου φρου κι αρώματα, βλ. λ. φρου φρου·
-
είναι ο τελευταίος όλων, βλ. λ. τελευταίος·
-
είναι όλο λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
είναι όλο μπλαμπλά, βλ. λ. μπλαμπλά·
-
είναι όλο σουλάτσο, βλ. λ. σουλάτσο·
-
είναι όλο στο δώσε και στο δώσε, βλ. λ. δίνω·
-
είναι όλοι στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
-
είναι πάν’ απ’ όλα, βλ. λ. πάνω·
-
είναι πάνω απ’ όλους, βλ. λ. πάνω·
-
είναι πάρε όλα τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
-
είναι πίτσα απ’ όλα, βλ. λ. πίτσα·
-
είναι σωστός σε όλα του, βλ. λ. σωστός·
-
έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
-
εκεί είν’ όλ’ η γλύκα, βλ. λ. γλύκα·
-
εν όλω, συνολικά: «μου χρωστάς εν όλω εκατό ευρώ»·
-
ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, βλ. λ. ταύρος·
-
επαναλαμβάνω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος·
-
έπεσαν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
-
έπεσαν όλοι να τον φάνε, βλ. λ. τρώγω·
-
έσπασε όλα τα ρολόγια, βλ. λ. ρολόι·
-
εσύ μας τα κάνεις όλα ή εσύ τα κάνεις όλα, είσαι η αιτία, ο
υπόλογος για κάθε κακό που συμβαίνει: «μην πας να δικαιολογηθείς, γιατί εσύ τα
κάνεις όλα». (Λαϊκό τραγούδι: θάλασσα κακιά μαργιόλα εσύ μας τα κάνεις
όλα)·
-
έφυγαν όλοι κάτω απ’ το τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
-
έχει όλα τα καλά του, βλ. λ. καλός·
-
έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
-
έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
-
έχει το μάτι του όλο στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
-
έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
-
έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση·
-
η γη όλους τους χωνεύει, βλ. λ. χωνεύω·
-
θα μας θάψει όλους, βλ. λ. θάβω·
-
θα τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
-
Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός νικάει κι
όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
-
Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός περνάει
κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
-
κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
-
καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
-
κάνω όλο το παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
κλείσανε όλες οι πόρτες ή όλες οι πόρτες κλείσανε, βλ. λ. πόρτα·
-
κοιτάζει όλο τη βολή του, βλ. λ. βολή1·
-
κοιτάζει όλο την ευκολία του, βλ. λ. ευκολία·
-
κοιτάζει όλο την τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
-
κοιτάζει όλο τον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
-
κύριος με τα όλα του, βλ. λ. κύριος·
-
λες κι όλη τη μέρα τα ξύνω (ενν. τ’ αρχίδια μου), βλ. λ. ξύνω·
-
λες κι όλη τη μέρα το ξύνω (ενν. το μουνί μου), βλ. λ. ξύνω·
-
λέω σ’ όλους τους τόνους, βλ. λ. τόνος·
-
λίγ’ απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, βλ. λ. κυρά·
-
μ’ όλα τα γκάζια, βλ. λ. γκάζι·
-
μάζεψε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
-
μας αγοράζει όλους, είναι πάμπλουτος: «ρωτάς αν έχει αυτός ο άνθρωπος
λεφτά; Αυτός, αγόρι μου, μας αγοράζει όλους». Πρβλ.: να ’χα ένα πορτοφόλι,
να το δεις να σου ’ρθει ζάλη, θα σ’ αγόραζα και σένα που μου κάνεις τη μεγάλη (Λαϊκό
τραγούδι)·
-
μας πήρε όλους το ποτάμι, βλ. λ. ποτάμι·
-
με όλες μου τις δυνάμεις ή με όλες τις δυνάμεις μου, βλ. λ. δύναμη·
-
με όλη μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου, βλ. λ. άνεση·
-
με όλη μου την ησυχία ή με όλη την ησυχία μου, βλ. λ. ησυχία·
-
με όλη μου την καρδιά ή με όλη την καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
-
με όλη μου την ψυχή ή με όλη την ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
-
με όλη τη σημασία της λέξης, βλ. λ. σημασία·
-
με όλο του το δίκιο, βλ. λ. δίκιο·
-
μην τα θες κι όλα δικά σου! βλ. λ. δικός·
-
μητέρα όλων των μαχών, βλ. λ. μάχη·
-
μια ιδέα είναι όλα ή όλα είναι μια ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
-
μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
-
μου πάνε όλα ανάποδα ή όλα μου πάνε ανάποδα ή όλα ανάποδα μου
πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
-
μου πάνε όλα δεξιά ή όλα μου πάνε δεξιά ή όλα δεξιά μου πάνε, βλ. λ. δεξιά·
-
μου πάνε όλα κόντρα ή όλα μου πάνε κόντρα ή όλα κόντρα μου
πάνε, βλ. λ. κόντρα·
-
μου πάνε όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου πάνε στραβά κι ανάποδα ή
όλα στραβά κι ανάποδα μου πάνε, βλ. λ. ανάποδος·
-
μου ’ρχονται όλα ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται ανάποδα ή όλα
ανάποδα μου ’ρχονται, βλ. λ. ανάποδος·
-
μου ’ρχονται όλα δεξιά ή όλα μου ’ρχονται δεξιά ή όλα δεξιά
μου ’ρχονται, βλ. λ. δεξιός·
-
μου ’ρχονται όλα κόντρα ή όλα μου ’ρχονται κόντρα ή όλα κόντρα
μου ’ρχονται, βλ. λ. κόντρα·
-
μου ’ρχονται όλα στραβά ή όλα μου ’ρχονται στραβά ή όλα στραβά
μου ’ρχονται, βλ. λ. στραβός·
-
μου ’ρχονται όλα στραβά κι ανάποδα ή όλα μου ’ρχονται στραβά κι
ανάποδα ή όλα στραβά κι ανάποδα μου ’ρχονται, βλ. λ. ανάποδος·
-
μπάζει απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μεριά·
-
μπαίνει μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα·
-
μπαίνει μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
-
να βουίξει η γειτονιά όλη ή να βουίξει όλη η γειτονιά, βλ. λ. γειτονιά·
-
να βουίξει ο κόσμος όλος ή να βουίξει όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
-
να βουίξει ο τόπος όλος ή να βουίξει όλος ο τόπος, βλ. λ. τόπος·
-
να κλάνεις όλη νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
-
ξεσήκωσε όλα τα τερτίπια (του τάδε), βλ. λ. τερτίπι·
-
ξεσήκωσε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
-
ο γάιδαρος κάνει όλη τη δουλειά κι ο αγωγιάτης παίρνει τα λεφτά, βλ. λ. δουλειά·
-
ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο, βλ. λ. ήλιος·
-
ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, βλ. λ. καθένας·
-
ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει, βλ. λ. μύλος·
-
ο κόσμος όλος να καεί, βλ. λ. κόσμος·
-
ο κόσμος όλος να χαλάσει, βλ. λ. κόσμος·
-
ο πατέρας όλων, βλ. λ. πατέρας·
-
όλ’ οι γύφτοι μια γενιά, βλ. λ. γύφτος·
-
όλα αλήθεια, όλα ψέματα, βλ. λ. αλήθεια·
-
όλα για όλα! ολοκληρωτικά: «θα με βοηθήσεις να βγω απ’ τη δύσκολη θέση;
-Όλα για όλα»·
-
όλα γομολάστιχα, βλ. λ. γομολάστιχα·
-
όλα δουλεύουν ρολόι ή όλα πάνε ρολόι, βλ. λ. ρολόι·
-
όλα εδώ πληρώνονται ή εδώ πληρώνονται όλα, βλ. λ. εδώ·
-
όλα είναι δανεικά, βλ. λ. δανεικά·
-
όλα είναι μια ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
-
όλα είναι τυχερά, βλ. λ. τυχερός·
-
όλα έρχονται στην ώρα τους σε κείνον που ξέρει να περιμένει, βλ. λ. ώρα·
-
όλα έχουν ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
-
όλα καλά ή όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. φρ. όλα καλά, όλα ανθηρά·
-
όλα καλά, όλα ανθηρά, βλ.λ. ανθηρός·
- όλα καλώς καμωμένα, βλ. λ. καλώς·
- όλα κι όλα! έκφραση διαμαρτυρίας με επιθετική διάθεση με την
έννοια το παρακάνεις, τα παραλές, η υπομονή μου, η αντοχή μου ή η ανοχή μου έφτασε
στα όριά της: «όλα κι όλα, ξανά δε θέλω να πάρεις πρωτοβουλία χωρίς την άδειά
μου! || όλα κι όλα, αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τα καμώματά σου, γι’ αυτό από δω
και πέρα θέλω να ’σαι τύπος και υπογραμμός!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το α·
-
όλα κι όλα, (για πράγματα) συνολικά: «όλα κι όλα ήταν δέκα αυτοκίνητα»·
-
όλα παίζονται, βλ. λ. παίζομαι·
-
όλα πάνε κομπολόι, βλ. λ. κομπολόι·
-
όλα πάνε μέλι γάλα, βλ. λ. μέλι·
-
όλα πήγαν στο βρόντο ή πήγαν όλα στο βρόντο, βλ. λ. βρόντος·
-
όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
-
όλα τα γουρούνια μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
-
όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια ή όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα, βλ. λ. δάχτυλο·
-
όλα τα καλά, όλα τα υλικά αγαθά: «κουβαλάει στο σπίτι του όλα τα καλά».
(Λαϊκό τραγούδι: ρεμπέτη κι αν αγάπησες, καθόλου μη σε νοιάζει, θα έχεις όλα
τα καλά,εκείνα που σου τάζει)·
-
όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
-
όλα τα λεφτά! βλ. λ. λεφτά·
-
όλα τα μωρά στην πίστα! βλ. λ. μωρό·
-
όλα τα σπίτια σπίτια μου, κι όλες οι αυλές δικές μου, βλ. λ. σπίτι·
-
όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’
τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
-
όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
-
όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, α. έκφραση με την οποία ο
πλανόδιος μανάβης διαλαλεί τα καρπούζια του. β. λέγεται ειρωνικά σε
περίπτωση που κάποιος δε σέβεται τίποτα, που τα θυσιάζει όλα προκειμένου να
αποδείξει πως είναι ο καλύτερος: «το ζήτημα θέλει πολλή προσοχή, γιατί δεν
είναι όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω και πρέπει να μελετήσεις την κάθε σου
κίνηση»· βλ. και λ. μαχαιρώνω·
-
όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
-
όλα τα ’χε η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε) ή
όλα τα ’χει η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε), βλ. λ. φερετζές·
-
όλα τα ’χει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
-
όλα τα ’χει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
-
όλα του βρομάνε, βλ. λ. βρομώ·
-
όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
-
όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι, βλ. λ. μέλισσα·
-
όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
-
όλες οι πόρτες ανοίγουν στην ευγένεια, βλ. λ. ευγένεια·
-
όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές, βλ. λ. πόρτα·
-
όλες οι πόρτες είναι κλειστές, βλ. λ. πόρτα·
-
όλες οι ώρες δεν είναι ίδιες, βλ. λ. ώρα·
-
όλες τις φορές, βλ. λ. φορά·
-
όλες τις ώρες ή όλη την ώρα, βλ. λ. ώρα·
-
όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
-
όλη η οικογένεια επί σκηνής, βλ. λ. οικογένεια·
-
όλο δεξιά! βλ. λ. δεξιά·
-
όλο και κάποιος, βλ. λ. κάποιος·
-
όλο και κάτι, βλ. λ. κάτι·
-
όλο καλά! βλ. λ. καλός·
-
όλο κι όλο, (για πρόσωπα ή πράγματα, ιδίως για να τονιστεί ο μικρός
αριθμός), συνολικά: «μαζεύτηκαν όλο κι όλο είκοσι άτομα || αυτό το μήνα κέρδισα
όλο κι όλο πεντακόσια ευρώ»·
-
όλο τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
-
όλοι γελούν με μένανε κι εγώ μ’ όλους γελάω, βλ. λ. γελώ·
-
όλοι για την κουτάλα νοιάζονται, βλ. λ. κουτάλα·
-
όλοι διαλέγουν απ’ τον ίδιο πάγκο, βλ. λ. πάγκος·
-
όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
-
όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
-
όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- όλοι έχουν την τιμή τους, βλ. λ. τιμή·
-
όλοι κι όλοι, (για πρόσωπα, ιδίως για να τονιστεί ο μικρός αριθμός),
συνολικά: «όλοι κι όλοι στην πλατεία ήταν τριάντα άνθρωποι»·
-
όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
-
όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
-
όλοι οι δρόμοι οδηγούν (στη Ρώμη), βλ. λ. δρόμος·
-
όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια, βλ. λ. καλός·
-
όλοι οι μετά Χριστόν προφήτες γάιδαροι, βλ. λ. προφήτης·
-
όλοι οι πούστηδες είναι τυχεροί, βλ. λ. πούστης·
-
όλοι παίρνουν δυο μέτρα γη, βλ. λ. γη·
-
όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουμε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, βλ. λ. καζάνι·
-
όλοι σ’ ένα καζάνι βράζουνε ή όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουνε, βλ. λ. καζάνι·
-
όλοι τους είναι ίδια ράτσα ή όλοι τους ίδια ράτσα είναι, βλ. λ. ράτσα·
- όλοι τους είναι ίδια φάρα ή όλοι τους ίδια φάρα είναι, βλ. λ. φάρα·
-
όλοι τους είναι τα ίδια σκατά ή όλοι τους τα ίδια σκατά είναι, βλ. λ. σκατά·
-
όλος κι όλος, δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από αυτό που δηλώνει
κάποιος και ιδίως λέγεται για να τονιστεί ο μικρός αριθμός: «μαζί με τις
υπερωρίες που κάνει, όλος κι όλος ο μισθός του είναι εφτακόσια ευρώ·
-
όλος ο θίασος επί σκηνής, βλ. λ. θίασος·
-
όλος ο καβγάς έγινε για την κουτάλα ή όλος ο καβγάς ήταν για την
κουτάλα, βλ. λ. καβγάς·
-
όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα ή όλος ο καβγάς ήταν για το
πάπλωμα, βλ. λ. καβγάς·
-
όλος ο καλός ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
-
όλος ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
-
όλος ο κόσμος δώδεκα κι η Πόλη δεκαπέντε, βλ. λ. Πόλη·
-
όλος όλος, βλ. φρ. όλος κι όλος·
-
όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
-
όμορφο είναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα, μ’ απ’ όλα ομορφότερο η
γνωστική γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
-
όπως όλοι κι εγώ ή όπως όλοι κι εμείς, δηλώνει την αναγκαστική
συνήθως ευθυγράμμιση των ενεργειών μας ή του τρόπου ζωής μας με αυτή των πολλών
ή του συνόλου της κοινωνίας στην οποία ζούμε: «τι θα κάνεις μ’ αυτή την
ακρίβεια που επικρατεί; -Όπως όλοι κι εγώ. Θα περιορίσω τις αγορές των υλικών
αγαθών». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του»·
-
ορμάει μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
-
όταν αποκαεί το σπίτι, όλοι φέρνουν νερό, βλ. λ. σπίτι·
-
όταν είσαι καβάλα στ’ άλογο, να λες σ’ όλους καλημέρα, βλ. λ. καβάλα·
-
όταν τρώμε ένα μήλο, το τρώμε απ’ όλες τις μεριές, βλ. λ. μήλο·
-
όταν φεύγει ο εχθρός, όλοι γίνονται γενναίοι, βλ. λ. εχθρός·
-
παιδί για όλες τις δουλειές, βλ. λ. παιδί·
-
πάει με όλα, βλ. λ. πάει·
-
παίζονται όλα, βλ. λ. παίζομαι·
-
πάνε όλα ντόμινο, βλ. λ. ντόμινο2·
-
πάνω απ’ όλα, κυρίως: «πάνω απ’ όλα θέλω να ξέρεις πως σ’ αγαπώ»·
-
πάνω σ’ όλα, επιπλέον, μαζί με: «πάνω σ’ όλα τα στραβά μας ήρθε κι αυτό το
κακό»·
-
παπά ζουρλό σαν ήβραμε, όλη μέρα ψέλναμε, βλ. λ. παπάς·
-
παρ’ όλ’ αυτά, και όμως, ωστόσο: «τον έχω βοηθήσει άπειρες φορές, παρ’
όλ’ αυτά, αυτός κάθεται και με κατηγορεί»·
-
πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, βλ. λ. κώλος·
-
πέφτουν όλα στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
-
πήγαν όλα χαμένα, βλ. λ. χαμένος·
-
πήρε όλα τα τερτίπια (του τάδε), βλ. λ. τερτίπι·
-
πήρε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. λ. χούι·
-
πήρε όλο το πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
-
πήρε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
-
πήρε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
-
πιάνεται μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
πιάνω όλα τα πόστα, βλ. λ. πόστο·
-
που ήταν όλη δική του (όλο δικό του), δηλώνει πάθημα ολοκληρωτικό:
«έφαγε μια μπάτσα, που ήταν όλη δική του || έφαγε ένα χαστούκι, που ήταν όλο
δικό του || έπαθε ένα χουνέρι, που ήταν όλο δικό του»·
-
προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα! βλ. λ. χώρα·
-
πρώτ’ απ’ όλα, βλ. λ. πρώτα·
-
ρίχνω όλο το βάρος μου (σε κάτι), βλ. λ. βάρος·
- ρίχνω όλο το βάρος μου στη δουλειά,βλ. λ. δουλειά·
-
ρίχνω όλο το κέντρο βάρους, βλ. λ. κέντρο·
-
σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης, βλ. λ. μήκος·
-
σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει κι ένα όριο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
-
σ’ όλο το μήκος, βλ. λ. μήκος·
-
σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, λέγεται
με απόγνωση, όταν κοντά στις δυσκολίες ή στις στενοχώριες που έχουμε,
προστίθενται κι άλλες: «σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα, μας ήρθε και η περικοπή
των υπερωριών || σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα πλάκωσε κι η εφορία από πάνω»·
-
σβήσ’ τα όλα, ξέχασέ τα, ιδίως όλα αυτά που ήταν αιτία να είμαστε
μαλωμένοι ή χωρισμένοι: «έλα να σφίξουμε ξανά τα χέρια και σβήσ’ τα όλα!»·
-
σε πείσμα όλων, βλ. λ. πείσμα·
-
σηκώνω όλους στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
-
σήκωσαν όλο το σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
-
σήκωσε όλο το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
-
σήκωσε όλο το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
-
σήκωσε όλο το χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
-
σπάσ’ τα όλα, βλ. λ. σπάω·
-
σπίτι με τα όλα του, βλ. λ. σπίτι·
-
στου γαϊδάρου το χωριό όλοι κάνουν το γιατρό, βλ. λ. γάιδαρος·
-
στου κασίδη το κεφάλι όλοι κάνουν τον κουρέα, βλ. λ. κασίδης·
-
τ’ αλέθει όλα σαν μύλος, βλ. λ. μύλος·
-
τα βάζει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
τα βάζω όλα σ’ ένα καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
-
τα βάζω όλα σ’ ένα σακί, βλ. λ. σακί·
-
τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
-
τα βάζω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
-
τα βλέπω όλα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
-
τα βλέπω όλα διπλά, βλ. λ. διπλός·
-
τα βλέπω όλα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
-
τα βλέπω όλα ρόδινα, βλ. λ. ρόδινος·
-
τα βλέπω όλα στραβά, βλ. λ. στραβός·
-
τα βλέπω όλα στραβά κι ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
-
τα βρήκε όλα έτοιμα, βλ. λ. έτοιμος·
-
τα βρήκε όλα στρωμένα, βλ. λ. στρωμένος·
-
τα βρίσκει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα βρίσκει, βλ. λ. πιάτο·
-
τα γαμώ όλα, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «αν δε μου
δώσεις τα λεφτά που μου χρωστάς, τα γαμώ όλα δω πέρα μέσα»·
-
τα γράφω όλα εκεί που δεν πιάνει μελάνι ή τα έχω γραμμένα όλα εκεί
που δεν πιάνει μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
-
τα γράφω όλα στ’ αρχίδια μου ή τα έχω γραμμένα όλα στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
-
τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα
παλιά μου τα παπούτσια, βλ. λ. παπούτσι·
-
τα γράφω όλα στα παλιά μου υποδήματα ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά
των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα
έχω γραμμένα όλα στα παλιά των υποδημάτων μου ή τα γράφω όλα στα
τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω γραμμένα όλα στα τελευταία των
υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
-
τα γράφω όλα στο μουνί μου ή τα έχω γραμμένα όλα στο μουνί μου, βλ. λ. μουνί·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα όλα στο
παλιό μου το τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τα γράφω όλα στον πούτσο μου (στον ψώλο μου, στη
πούτσα μου, στη ψωλή μου, στο πέος μου, στο καυλί μου), βλ. λ. πούτσος·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου
διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
-
τα δίνει όλα, (για γυναίκες) βλ. λ. δίνω·
-
τα δίνω όλα, βλ. λ. δίνω·
-
τα είδα όλα, βλ. λ. είδα·
-
τα θέλει όλα δικά του ή όλα δικά του τα θέλει, βλ. λ. δικός·
-
τα θέλει όλα έτοιμα ή όλα έτοιμα τα θέλει, βλ. λ. έτοιμος·
-
τα θέλει όλα στην εντέλεια ή όλα στην εντέλεια τα θέλει, βλ. λ. εντέλεια·
-
τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του τα θέλει, βλ. λ. πόδι·
-
τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο χέρι ή όλα στα
χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι του τα θέλει, βλ. λ. χέρι·
-
τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει, βλ. λ. πιάτο·
-
τα θέλει όλα χαζίρι ή όλα χαζίρι τα θέλει, βλ. λ. χαζίρι·
-
τα καλά όλου του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
-
τα κανόνισα όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
-
τα κάνω όλα Ανάσταση, βλ. λ. Ανάσταση·
-
τα κάνω όλα γη(ς) Μαδιάμ, βλ. λ. γη·
-
τα κάνω όλα γιάγμα, βλ. λ. γιάγμα·
-
τα κάνω όλα κεραμιδαριό, βλ. λ. κεραμιδαριό·
-
τα κάνω όλα ρημαδιό, βλ. λ. ρημαδιό·
-
τα κάνω όλα στάχτη, βλ. λ. στάχτη·
-
τα κάνω όλα στάχτη και μπούλμπερη, βλ. λ. στάχτη·
-
τα κάνω όλα στο εντάξει, βλ. λ. εντάξει·
-
τα κάνω όλα χαλάστρα, βλ. λ. χαλάστρα·
-
τα λογαριάζει όλα με το διαβήτη, βλ. λ. διαβήτης·
-
τα ξέρασε όλα, βλ. λ. ξερνώ·
-
τα παίζω όλα για όλα ή το παίζω όλα για όλα, διακινδυνεύω τα
πάντα σε μια δουλειά ή υπόθεση, διακινδυνεύω ακόμα και την ίδια μου τη ζωή:
«έχω ρίξει όλα μου τα λεφτά σ’ αυτή τη δουλειά και τα παίζω όλα για όλα».
(Λαϊκό τραγούδι: όλα για όλα τα ’παιξα για μια γυναίκα μόνο,
και συ μπουζούκι μου ’μεινες παρηγοριά στον πόνο)·
-
τα παίρνω όλα επ’ ώμου, βλ. λ. ώμος·
-
τα πάω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
-
τα περιμένω όλα (από κάποιον), βλ. λ. περιμένω·
-
τα πήρε όλα κι έφυγε, βλ. λ. παίρνω·
-
τα ρίχνω όλα έναν παρά, βλ. λ. παράς·
-
τα ρίχνω όλα έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
-
τα ρίχνω όλα στη φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
-
τα ’φτυσε όλα, βλ. λ. φτύνω·
-
τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
τα ’χει μ’ όλους, βλ. λ. έχω·
-
τα ’χει όλα στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
-
τα χέρια του πιάνουν απ’ όλα ή τα χέρια του πιάνουν σ’ όλα, βλ. λ. χέρι·
-
τέλος καλό, όλα καλά, βλ. λ. τέλος·
-
την αμολάνε όλοι αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
-
της τα δίνω όλα στα χέρια ή της τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
-
της τα φέρνω όλα στα χέρια ή της τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
-
τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
-
τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
-
τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
-
το λέει όλος ο γιαλός ή όλος ο γιαλός το λέει, βλ. λ. γιαλός·
-
το μυαλό του είναι όλο στο πονηρό, βλ. λ. μυαλό·
-
το τρως όλο το φαΐ σου; βλ. λ. φαΐ·
-
το χρήμα ανοίγει όλες τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα·
-
τον βλέπω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
-
τον βρίσκω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
-
τον έχω ικανό για όλα, βλ. λ. ικανός·
-
τον έχω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
-
τον έχω όλο στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
-
τον έχω όλο στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
-
του κάνω όλα τα γούστα ή του κάνω όλα του τα γούστα , βλ. λ. γούστο.
- του κάνω όλα τα κέφια ή του κάνω όλα του τα κέφια, βλ. λ. κέφι·
-
του τα δίνω όλα στα χέρια ή του τα δίνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
-
του τα φέρνω όλα στα χέρια ή του τα φέρνω όλα στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
-
του (της) κάνει όλα τα καπρίτσια, βλ. λ. καπρίτσιο·
-
τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
-
τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
-
τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
-
τους έχει όλους με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
-
τους έχει όλους σαν στρατιωτάκια, βλ. λ. στρατιωτάκι·
-
τους ρίχνω όλους έναν παρά, βλ. λ. παράς·
-
τους ρίχνω όλους έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
-
τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα, βλ. λ. χτένα·
-
τώρα θα τα πούμε όλα, βλ. λ. είπα·
-
χάθηκε απ’ όλους, βλ. φρ. χάθηκε απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
χτυπώ όλες τις πόρτες, βλ. λ. πόρτα·
-
χώνεται μέσα σ’ όλα, βλ. λ. μέσα·
-
χώνεται μέσ’ στα όλα, βλ. λ. μέσα.