οκέι, επίρρ.
[<αγγλ. okay, σε συντομογραφία Ο.Κ.], εντάξει, σύμφωνα: «θέλω να ’σαι κι εσύ
το βράδυ μαζί μας. -Οκέι» και πολλές φορές ως ουσ. το οκέι: «και την
προηγούμενη φορά το οκέι άκουσα απ’ το στόμα σου, αλλά μ’ έστησες». Πολλοί
ομογενείς μας σε χώρες αγγλόφωνες, θέλουν να πιστεύουν ότι το οκέι (Ο.Κ.)
προήλθε από τα αρχικά της φρ. όλα καλά (!)·
-
δίνω το οκέι, επιτρέπω σε κάποιον να ενεργήσει: «ποιος σου ’δωσε το οκέι
να μπεις μέσα;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τελικό. Συνών.
δίνω το εντάξει·
-
είμαι οκέι, α. είμαι σύμφωνος, συμφωνώ: «αν είναι ο τάδε οκέι,
τότε κι εγώ είμαι οκέι». β. είμαι ικανοποιημένος: «πώς θέλεις να ’μαι
οκέι, απ’ τη στιγμή που σε κάθε μοιρασιά με ρίχνεις;». γ. βρίσκομαι σε
καλή ψυχική ή ψυχολογική κατάσταση: «τον πρώτο καιρό που πέθανε ο πατέρας μου
ήμουν για κλάματα, τώρα όμως είμαι πάλι οκέι». Συνών. είμαι εντάξει·
-
είναι οκέι, είναι σωστός, είναι καθώς πρέπει: «απ’ τη στιγμή που
καταλάβαμε πως είναι οκέι, τον δεχτήκαμε στην παρέα μας». Συνών. είναι
εντάξει·
- η δουλειά είναι οκέι, βλ. λ. δουλειά·
-
λέω το οκέι, δέχομαι, είμαι σύμφωνος, συμφωνώ: «αφού λέει το οκέι και ο
τάδε, τότε μπορούμε να ξεκινήσουμε τη δουλειά». Πολλές φορές, μετά το ρ. της
φρ. ακολουθεί το τελικό. Συνών. λέω το εντάξει·
-
με βρίσκουν οκέι, μετά από έλεγχο ανακαλύπτουν πως δεν εκκρεμεί τίποτα σε
βάρος μου: «μετά την εξακρίβωση των στοιχείων από τους αστυνομικούς, με βρήκαν
οκέι και μ’ άφησαν να φύγω || ο γιατρός με βρήκε οκέι». Συνών. με βρίσκουν
εντάξει·
- παίρνω το οκέι, παίρνω από κάποιον την άδεια να ενεργήσω: «από ποιον
πήρες το οκέι και μπήκες μέσα;». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τελικό.