οκά, η, ουσ.
[<τουρκ. okka], παλιά μονάδα βάρους ίση με 400 δράμια (= 1282 γραμμάρια):
«αγόρασε μια οκά φασόλια». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν μου πει κανείς πως μ’
αγαπά πληρώνει τρεις φορές τη μια οκά)·
-
δυο δεκάρες η οκά ή δυο δεκάρες την οκά, (για εμπορεύματα ή
πράγματα), βλ. λ. δεκάρα·
-
έχει μια οκά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
-
έχει μυαλό οκάδες, βλ. λ. μυαλό·
-
και η οκά τρακόσα! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που υποτιμά τη
νοημοσύνη μας και θέλει να μας κοροϊδέψει: «εντάξει, ρε φίλε, είναι έτσι όπως
τα λες, και η οκά τρακόσα!». Από την εικόνα του ατόμου που προσπαθεί να μας
πείσει ότι η οκά έχει τριακόσια δράμια·
-
με τις οκάδες, σε μεγάλες ποσότητες, άφθονα: «κουβαλούσε με τις οκάδες
όλα τα καλά στο σπίτι του || στα νιάτα του έπινε με τις οκάδες»·
- της οκάς, λέγεται για πράγμα, για εμπόρευμα που είναι χαμηλής
ποιότητας: «για ένα πράγμα της οκάς πήγε κι έδωσε ένα σωρό λεφτά»·
-
τον έκανε οχτακόσιες οκάδες, τον ξυλοκόπησε άγρια: «τον είχε από καιρό
άχτι και μόλις τον συνάντησε τον έκανε οχτακόσιες οκάδες». Είναι το μόνο
αριθμητικό που ακούγεται·
-
χοντρέλα, βαρέλα για μια οκά σαρδέλα, βλ. λ. χοντρέλας.