οικόπεδο, το, ουσ. [<αρχ. οἰκόπεδον], το οικόπεδο· στον πλ. τα
οικόπεδα, ο τομέας δικαιοδοσίας, αρμοδιότητας ή επιρροής κάποιου: «δεν
μπερδεύομαι με δουλειές που δεν είναι στα οικόπεδά μου»· βλ. και λ. χωράφι.
Συνών. χωράφια·
-
αγοράζω οικόπεδο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων) πέφτω με τη μοτοσικλέτα
μου ενώ βρίσκομαι σε κίνηση: «προχτές σ’ αυτή εδώ τη στροφή αγόρασα οικόπεδο».
Από το ότι, όταν πέφτει κανείς καθώς τρέχει με τη μοτοσικλέτα του, σέρνεται για
ένα μεγάλο διάστημα πάνω στο δρόμο, πράγμα που εκλαμβάνεται ως έκταση οικοπέδου·
-
απ’ την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. εποχή·
- απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. καιρός·
-
δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, δεν αναμειγνύεται ο ένας με
τις υποθέσεις ή τις δραστηριότητες του άλλου, ο καθένας ασχολείται με τη
δουλειά του στον τομέα της δικαιοδοσίας του: «αφού πρώτα συμφώνησαν πως δε θα
μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, προχώρησαν στο συνεταιρισμό τους».
Συνών. δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου·
-
μπαίνει σε ξένα οικόπεδα, ασχολείται με πράγματα που είναι στη
δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «δεν είναι υπεύθυνος γι’ αυτή τη δουλειά
και δεν μπορεί να σ’ εξυπηρετήσει, γιατί έχει μάθει να μην μπαίνει σε ξένα
οικόπεδα». Συνών. μπαίνει σε ξένα αμπέλια / μπαίνει σε ξένα χωράφια·
- μπαίνει στα οικόπεδά μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που
ανήκει στη δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «είμαι τόσο άξιος στη δουλειά
μου, που δεν επιτρέπω σε κανέναν να μπαίνει στα οικόπεδά μου». Συνών. μπαίνει
στ’ αμπέλια μου / μπαίνει στα χωράφια μου.