οικονομία, η, ουσ. [<αρχ. οἰκονομία], η οικονομία·
-
κάνω οικονομία, (για τάβλι) καθυστερώ όσο μπορώ, να βάζω πούλια στο
μέρος που θα αρχίσω το μάζεμα είτε για να μην ξεπλακώσω πιασμένο πούλι του
αντιπάλου μου είτε για να τον υποχρεώσω να ξεπλακώσει κάποιο δικό μου που έχει
πιασμένο: «θα κάνω οικονομία όσο αντέξω, μήπως και μπορέσω να τον κάνω να
ξεπλακώσει το πούλι μου»·
-
κάνω οικονομία δυνάμεων, δεν εξαντλώ όλες τις ψυχικές, ιδίως τις
σωματικές μου δυνάμεις σε κάποια προσπάθεια που καταβάλλω, για να τις
χρησιμοποιήσω σε κάποια καταλληλότερη στιγμή: «όταν ξεκινώ κάτι, στην αρχή κάνω
οικονομία δυνάμεων και στην κατάλληλη στιγμή τα δίνω όλα»·
- οικονομία με πήλινα πόδια, λέγεται, ιδίως για οικονομία
κράτους που παρ’ όλη την ανάπτυξή της, στηρίζεται πάνω σε σαθρές βάσεις: «ενώ η
οικονομία έδειχνε στα χαρτιά πως ήταν πολύ ισχυρή, με την πρώτη αναταραχή
αποδείχτηκε πως ήταν οικονομία με πήλινα πόδια».