οικογενειάρχης, ο, ουσ. [<οικογένεια + -άρχης], ο
οικογενειάρχης·
-
οικογενειάρχης άνθρωπος! α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα
κάποιου που χαρακτηρίζει κάποιον ανήθικο ή απατεώνα, ενώ εμείς έχουμε εντελώς
διαφορετική γνώμη: «μα είναι οικογενειάρχης άνθρωπος κι είναι απίθανο να ’ναι
μπλεγμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά!». β. έκφραση με την οποία επιτιμούμε
κάποιον οικογενειάρχη που έκανε κάποιο ατόπημα: «μα είναι σωστό, εσύ,
οικογενειάρχης άνθρωπος, να γυρίζεις τα βράδια μεθυσμένος στο σπίτι!».