οδός, η, ουσ.
[<αρχ. ὁδός], η οδός. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
διά της πλαγίας οδού, λέγεται για μέθοδο ή ενέργεια που δεν ακολουθεί τη
νόμιμη διαδικασία, αλλά γίνεται με πλάγιο τρόπο: «αν δεν ενεργούσα διά της
πλαγίας οδού, η αίτησή μου θα ήταν ακόμη στο σωρό μαζί με τις άλλες || μόνο διά
της πλαγίας οδού μπορείς να τελειώσεις σήμερα γρήγορα τη δουλειά σου». Πολλές
φορές, παρατηρείται χειρονομία με τεντωμένη την παλάμη να κινείται ημικυκλικά και
προς τα πλάγια·
-
διά της τεθλασμένης οδού, βλ. φρ. δια της πλαγίας οδού·
-
εθνική οδός, ο δρόμος που συνδέει τις μεγάλες πόλεις και δίνει τη
δυνατότητα στους οδηγούς να αναπτύσσουν μεγάλες ταχύτητες: «κάθε Σαββατοκύριακο
στην εθνική οδό γίνονται πολλά τροχαία δυστυχήματα»·
-
εν μέση οδώ, καταμεσής του δρόμου και μπροστά σε ανθρώπους που πηγαινοέρχονται:
«δεν μπορώ τώρα εν μέση οδώ να σου αναλύσω, γιατί έγιναν τα πράγματα με το
συγκεκριμένο τρόπο»·
-
η μέση οδός, οι όχι ακραίες λύσεις, ή όχι ακραίες απόψεις ή θέσεις:
«πρέπει να βρεθεί μια μέση οδός στο πρόβλημά σας για να μην τρέχετε συνέχεια
στα δικαστήρια»·
-
η οδός της απωλείας, τρόπος ζωής που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα, που
οδηγεί σε ηθική κατάπτωση: «πολλοί νέοι βαδίζουν στην οδό της απωλείας»·
-
η οδός της αρετής, βλ. φρ. ο δρόμος της αρετής, λ. δρόμος·
-
η οδός του Κυρίου, βλ. φρ. ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
-
η οδός του μαρτυρίου, η διάρκεια των επίμονων προσπαθειών και των δεινών
ταλαιπωριών, μέχρι να φτάσει κάποιος στο ποθούμενο αποτέλεσμα: «ήταν ατέλειωτη
ο οδός του μαρτυρίου μέχρι ν’ αποκτήσει ο λαός μας την ελευθερία του». Αναφορά
στην πορεία του Χριστού από το Πραιτόριο μέχρι το Γολγοθά κουβαλώντας το σταυρό
στον οποίο έμελλε να σταυρωθεί·
-
καθ’ οδόν, στη διάρκεια της διαδρομής μου: «καθ’ οδόν προς το γραφείο
μου, θίξαμε το ζήτημα της ανανεώσεως του συμβολαίου του μισθώματος»·
-
οδός τρεχαγυρευόπουλου, βλ. λ. τρεχαγυρευόπουλος.