οδοντόκρεμα, η, ουσ. [<οδοντο- + κρέμα], η οδοντόκρεμα·
-
είναι απλώς οδοντόκρεμα, α. (για πρόσωπα ή πράγματα) το άτομο ή
το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι υψηλού πνευματικού, σωματικού ή
ποιοτικού επιπέδου, είναι εύκολος αντίπαλος, είναι της σειράς: «δεν μπορεί με
καμιά κυβέρνηση να συγκριθεί μαζί μου, γιατί είναι απλώς οδοντόκρεμα || τ’
αυτοκίνητό σου είναι απλώς οδοντόκρεμα μπροστά στο δικό μου». β. (για
ενέργειες) πανεύκολη: «αυτό που μου λες να κάνω είναι για μένα απλώς
οδοντόκρεμα». Αναφορά σε παλαιότερη διαφήμιση.