άνω, επίρρ. [<αρχ. ἄνω], επάνω,
ψηλά, ιδίως όταν θέλουμε να δηλώσουμε γεωγραφικές περιοχές ή τοπωνύμια που
βρίσκονται πιο ψηλά ή πιο μακριά από τη θάλασσα ή για να τις ξεχωρίσουμε από
αυτές που έχουν το ίδιο όνομα: «Άνω Πόλη || Τούμπα, Άνω Τούμπα || Λιόσια, Άνω
Λιόσια || Αίγυπτος, Άνω Αίγυπτος»·
- άνω
κάτω, μεγάλη ακαταστασία, φύρδην μίγδην: «το δωμάτιο ήταν άνω κάτω». (Λαϊκό
τραγούδι: θα σ’ αγαπώ γιατί είσαι έτσι, άνω-κάτω πίκρα και μέλι
στάλα-στάλα ως τον πάτο). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- γίνομαι
άνω κάτω, α. συγχύζομαι, εξοργίζομαι: «πώς να μη γίνομαι άνω κάτω,
όταν βλέπω τέτοιες αδικίες!». β. αναστατώνομαι: «έγινε άνω κάτω, όταν
τον πληροφόρησαν πως καθυστέρησαν να επιστρέψουν τα παιδιά του απ’ την εκδρομή
τους». γ. νιώθω αηδία, ναυτία, στομαχική διαταραχή: «μόλις είδα τα
διαμελισμένα κορμιά πάνω στο δρόμο, έγινα άνω κάτω»·
- είμαι
άνω κάτω, α. είμαι συγχυσμένος, εξοργισμένος: «μη μου μιλάς και μη
μου ζητάς τίποτα, γιατί είμαι άνω κάτω». β. είμαι αναστατωμένος: «πώς να
μην είμαι άνω κάτω, απ’ τη στιγμή που πάει μεσάνυχτα και τα παιδιά δε γύρισαν
ακόμα στο σπίτι!»·
- είμαι
άνω ποταμών, βλ. λ. ποταμός·
- είναι
άνω ποταμών, βλ. λ. ποταμός·
- κάνω
άνω κάτω (κάποιον ή κάτι), βλ. φρ. τα κάνω άνω κάτω και τον κάνω
άνω κάτω. (Λαϊκό τραγούδι: στα Πατήσια στο Παγκράτι, στην Κυψέλη στο
Μοσχάτο για να σ’ εύρω έχω κάνει την Αθήνα άνω κάτω)·
- κάνω
τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·
- με
κάνουν άνω κάτω, α. με συγχύζουν, με εξοργίζουν: «μ’ έκανες πρώτα
άνω κάτω κι ύστερα έρχεσαι και μου ζητάς συγνώμη!». (Λαϊκό τραγούδι: θέλω να
φύγω να γλιτώσω, θέλω να φύγω να σωθώ, γιατί με κάνεις άνω κάτω,γιατί
με κάνεις και πονώ).β. με αναστατώνουν: «δεν μπορείς να με
κάνεις κάθε τόσο άνω κάτω με τα ψέματά σου». (Λαϊκό τραγούδι: να ’χα ένα
πορτοφόλι όσο γίνεται γεμάτο, ε ρε κόσμε πλεονέκτη, να σε κάνω άνω κάτω)
·
- με
φέρνουν άνω κάτω, βλ. φρ. με κάνουν άνω κάτω·
- μου
τα φέρνει άνω κάτω, με συγχύζει, με εξοργίζει. (Λαϊκό τραγούδι: σούρτα
φέρτα το πηγαίνεις κι άνω κάτω μου τα φέρνεις)·
- τα
κάνω άνω κάτω, α. επιφέρω σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, μεγάλη
αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση και φασαρία από θυμό ή από κέφι. (Λαϊκό τραγούδι: άνω
κάτω ψες τα κάναμε στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ). β.
επιφέρω σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, μεγάλη αναστάτωση διασκορπίζοντας ό,τι
υπάρχει μέσα σε αυτόν, για να βρω κάτι: «τα ’κανα άνω κάτω μέσα στο δωμάτιο για
να βρω τον αναπτήρα μου». γ. περιπλέκω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «όπως
τα ’κανες άνω κάτω, δεν ξεμπερδεύουν με τίποτα τα πράγματα»·
- τον
κάνω άνω κάτω, α. τον συγχύζω, τον εξοργίζω: «τον έκανε άνω κάτω,
μόλις αντιλήφθηκε πως έβαλε πάλι χέρι στο ταμείο». β. τον αναστατώνω:
«τον έκανε άνω κάτω τον άνθρωπο με τα ψέματα που του αράδιασε || η φλογερή της
ματιά τον έκανε άνω κάτω». (Νησιώτικο τραγούδι: μια ματιά σου μόνο φτάνει άνω
κάτω να με κάνει). γ. του προξενώ αηδία, ναυτία, στομαχική
διαταραχή: «τραβούσε μπροστά του τη μύξα απ’ τη μύτη του και τον έκανε άνω
κάτω»·
- τους
κάνω άνω κάτω, δημιουργώ σε μια παρέα έριδες και καβγάδες: «έβαλε ένα σωρό
διαβάλματα, τους έκανε άνω κάτω κι έφυγε»·
- τους
φέρνω άνω κάτω, βλ. φρ. τους κάνω άνω κάτω·
- φέρνω
τον κόσμο άνω κάτω, βλ. λ. κόσμος·