ανύπαντρος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + αρχ. ὕπανδρος], ανύπαντρος·
-
ανύπαντρες μητέρες, οι
γυναίκες εκείνες που είναι μητέρες χωρίς να είναι παντρεμένες: «παλιότερα, η
κοινωνία διαπόμπευε τις ανύπαντρες μητέρες»·
-
ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει, οι έξυπνοι άνθρωποι επιδιώκουν συνεχώς το προσωπικό
τους όφελος, το προσωπικό τους κέρδος: «να προσέχεις καλά όταν θα κάνεις
δουλειά μαζί του γιατί, ανύπαντρος συμπέθερος για λόγου του γυρεύει»·
- και
παντρεμένος μασκαράς κι ανύπαντρος ρεζίλι, βλ. λ. ρεζίλι·