ξυλοκέρατο,
το, ουσ.
[<μτγν. ξυλοκέρατον], το χαρούπι· άνθρωπος ιδιότροπος, δύστροπος: «μην
κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί είναι τέτοιο ξυλοκέρατο, που θα σου σπάσει
τα νεύρα»·
- δεν
τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα, βλ. συνηθέστ. δεν τρώω
χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια, λ. χαρούπι. Από το ότι τα ξυλοκέρατα
δίνονται και ως τροφή σε ζώα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του·
- τρώει
ξυλοκέρατα, βλ. συνηθέστ. τρώει χαρούπια, λ. χαρούπι.