ξυλάγγουρο,
το, ουσ.
[<ξύλο + αγγούρι], το ξυλάγγουρο. 1. χαρακτηρισμός άγουρου
καρπουζιού, ιδίως πεπονιού: «μόλις άνοιξα το πεπόνι κι είδα πως ήταν
ξυλάγγουρο, το πέταξα στα σκουπίδια». 2. άνθρωπος ψηλός και χωρίς διόλου
χάρη, ιδίως άνθρωπος που δεν ξέρει πώς να σταθεί, πώς να συμπεριφερθεί, πώς να
μιλήσει: «για δες ένα ξυλάγγουρο που συνοδεύει την τάδε!». 3.
υποτιμητικός χαρακτηρισμός αμόρφωτου ανθρώπου: «είναι τόσο ξυλάγγουρο, που δεν
ξέρει ποια είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας!»·
- κάθεται
σαν ξυλάγγουρο, βλ. φρ. στέκεται σαν ξυλάγγουρο·
-
περπατάει σαν ξυλάγγουρο, έχει
μονοκόμματο, άχαρο περπάτημα: «ωραία γυναίκα, αλλά χάνει, γιατί περπατάει σαν
ξυλάγγουρο»·
-
στέκεται σαν ξυλάγγουρο,
στέκεται συνεσταλμένος και άφωνος σε μια θέση, είτε γιατί δεν έχει κάτι να πει
είτε γιατί βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον και δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί:
«ποιος είναι εκείνος ο νεαρός που στέκεται σαν ξυλάγγουρο στη γωνία; || πες κι
εσύ κάτι, ρε φίλε, μη στέκεσαι σαν ξυλάγγουρο!».