ξουράφι
κ. ξυράφι,
το, ουσ. [<μσν. ξουράφιν <μτγν. ξυράφιον, υποκορ. του ξυρόν], το
ξυράφι. 1. άνθρωπος πανέξυπνος: «μην επιχειρήσεις να τον ξεγελάσεις,
γιατί είναι ξουράφι και θα σε πάρει μυρουδιά με το πρώτο». 2. (ειρωνικά)
εντελώς το αντίθετο: «πρέπει να του το πεις πολλές φορές για να το καταλάβει,
γιατί είναι ξουράφι ο φουκαράς!»· βλ. και λ. ξυράφι·
- έχει
μυαλό ξουράφι, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό
του κόβει ξουράφι, βλ. λ. μυαλό.