ξινίζω,
ρ. [<ξινός +
κατάλ. -ίζω], ξινίζω· δυσαρεστούμαι: «ξίνισε μόλις του πληροφόρησαν πως ο
διευθυντής του ’κοψε την άδειά του || να δεις πώς ξίνισε μόλις του ’ρθε η
μετάθεση για την επαρχία!»·
- η
μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. φρ. η μια της βρομάει (κι)
η άλλη της μυρίζει, λ. μυρίζω·
- η
μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. φρ. η μια του βρομούσε (κι)
η άλλη του μύριζε, λ. μυρίζω·
- ναι,
σου ξινίζει! ή θα σου ξίνιζε! κάνεις δήθεν πως δε σου αρέσει, πως
δεν το θέλεις: «ναι, σου ξινίζει να ’χεις κι εσύ ένα τέτοιο αυτοκίνητο!».
Πολλές φορές, μετά το ναι, ακολουθεί το μωρέ·
- ξινίζω
τα μούτρα μου, βλ. λ. μούτρο·
- ο
ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. φρ. ο ένας της βρομούσε
(κι) ο άλλος της μύριζε, λ. μυρίζω·
- ο
ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. φρ. ο ένας του βρομάει
(κι) ο άλλος του μυρίζει, λ. μυρίζω·
- τα
ξινίζω (ενν. τα μούτρα μου), δυσαρεστούμαι και η δυσαρέσκειά μου αυτή
εκδηλώνεται και με μορφασμό του προσώπου μου: «μόλις τον δεις να τα ξινίζει, να
’σαι σίγουρος πως δυσαρεστήθηκε»·
- το
ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. φρ. το ένα της βρομάει
(και) τ’ άλλο της μυρίζει, λ. μυρίζω·
- το
ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. φρ. το ένα του βρομάει
(και) τ’ άλλο σου μυρίζει, λ. μυρίζω.