ξίδι,
το, ουσ.
[<μσν. (ὀ)ξίδιν <ὀξίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὄξος], το ξίδι. 1.
χαρακτηρισμός κακής ποιότητας κρασιού: «φέρε μας άλλο κρασί, γιατί αυτό που μας
σερβίρισες είναι σκέτο ξίδι». 2. στον πλ. τα ξίδια, (στη γλώσσα
της αργκό) τα οινοπνευματώδη ποτά, ιδίως τα κρασιά, συνήθως που δεν είναι καλής
ποιότητας: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ξίδια, χάλασε το στομάχι του». Από το
ότι το ξίδι προέρχεται κυρίως από το κρασί. (Τραγούδι: δε γουστάρει ξίδια,
καίει τα σανίδια να την η Γιαλαλαού). 3. ως επιφών. ξίδι! λέγεται
σε περίπτωση που κάποιος είναι εκνευρισμένος ή θυμωμένος και του δίνεται
ειρωνικά η συμβουλή να ρίξει ή να πιει ξίδι για αντίδοτο στα νεύρα του: «έχω
κάτι νεύρα κι από το πρωί όλα μου φταίνε. -Ξίδι!». Παρομοίωση με το κρασί, που,
όταν γίνεται ξίδι, δίνει την εντύπωση ότι βράζει (γι’ αυτό και χρησιμοποιείται
η λέξη «θυμώνει» για να αποδώσει την οξική ζύμωση). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άλλο
ξίδι κι άλλο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- ας
πιει ξίδι ή ας πιει ξίδι να ξεθυμώσει ή να πιει ξίδι ή να
πιει ξίδι να ξεθυμώσει, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μας αναφέρει πως
κάποιος του περιβάλλοντός μας ή κάποιος με τον οποίο έχουμε δοσοληψίες θύμωσε
για συγκεκριμένη ενέργειά μας. (Λαϊκό τραγούδι: θα της περάσει ο θυμός μόλις
θα πιει το ξίδι κι όταν θα μάθει πήγαμε γαμήλιο ταξίδι).Συνών.
ας πιει σκορδοστούμπι ή ας πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει ή να
πιει σκορδοστούμπι ή να πιει σκορδοστούμπι να ξεθυμώσει / ας φάει σκόρδο
ή ας φάει σκόρδο να ξεθυμώσει ή να φάει σκόρδο ή να φάει
σκόρδο να ξεθυμώσει·
- βάζω
τον κολιό στο ξίδι, βλ. λ. κολιός·
- εγώ
στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, (στη γλώσσα της αργκό) εγώ στην κατανάλωση του
αλκοόλ (δηλ. αλκοολικός) κι εσύ στη χρήση των ναρκωτικών (δηλ. πρεζάκιας)·
- μύγα
που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξίδι, δοκίμασε με το μέλι, βλ. λ. μύγα·
- σαν
και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
- σε
γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- τζάμπα
ξίδι, γλυκό σαν μέλι, οτιδήποτε μας δίνεται δωρεάν, είναι ευπρόσδεκτο:
«μπορεί να σου το χάρισε αυτό το πράγμα, αλλά δε βλέπω πού μπορείς να το
χρησιμοποιήσεις. -Τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι»·
- το
αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει, αυτός
που είναι πολύ οξύθυμος, κάνει κακό στον εαυτό του: «μη νευριάζεις με το
παραμικρό, γιατί το αψύ το ξίδι το αγγειό του χαλάει»·
- τρεις
το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. λ. λάδι·
- τρεις
το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι·
- τρεις
το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, βλ. λ. λάδι.