ξεχνώ
κ. ξεχνάω, ρ.
[<μσν. ξεχνώ <ξεχάνω], ξεχνώ. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- αυτά
που ήξερες να τα ξεχάσεις ή αυτά που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- εκείνα
που ήξερες να τα ξεχάσεις ή εκείνα που ξέρεις να τα ξεχάσεις, βλ. λ. ξέρω·
- η
κουρούνα, για να μάθει το περπάτημα της πέρδικας, ξέχασε το δικό της, βλ. λ. κουρούνα·
- κάτι
τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, α. λέγεται σε κάποιον του
οποίου κάποια ενέργεια έχει ευνοϊκό αντίκτυπο σε εμάς: «ήρθα να σου φέρω τα
λεφτά που σου χρωστούσα. -Κάτι τέτοια μου κάνεις και δεν μπορώ να σε ξεχάσω». β.
λέγεται ειρωνικά σε κάποιον του οποίου κάποια ενέργεια έχει αντίκτυπο σε βάρος
μας: «ήρθα να μου δώσεις τα δανεικά που μου χρωστάς. -Κάτι τέτοια μου κάνεις
και δεν μπορώ να σε ξεχάσω»·
-
κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω, α. λέγεται σε κάποιον που μας
αναγγέλλει ευχάριστα πράγματα: «μου ’πε ο πράκτορας να σου πω πως κέρδισες στο
λαχείο. -Κάτι τέτοια μου λες και δεν μπορώ να σε ξεχάσω». β. λέγεται
ειρωνικά σε κάποιον που μας λέει δυσάρεστα πράγματα: «μου ’πε κάποιος γνωστός
μου, πως αύριο θα ’ρθει η εφορία να σου κάνει έλεγχο. -Κάτι τέτοια μου λες και
δεν μπορώ να σε ξεχάσω»·
- μας
ξέχασε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- να
ξεχάσεις αυτά που ήξερες ή να ξεχάσεις αυτά που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- να
ξεχάσεις εκείνα που ήξερες ή να ξεχάσεις εκείνα που ξέρεις, βλ. λ. ξέρω·
- ξέχασε
να μεγαλώσει, βλ. λ. μεγαλώνω·
- ξέχασε
τ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
- ξέχασέ
το(ν)! ή ξέχνα το(ν)! μην το(ν) δίνεις σημασία, αγνόησέ το(ν): «αφού
δε σου φέρεται καλά, ξέχνα τον! || αφού σου ήταν άχρηστο ξέχασέ το!»·
- ξεχνά
η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- ο
λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει (η) δεξιά, βλ. λ. λαός·
- τ’
άκουσε και το ξέχασε, δεν έλαβε καθόλου υπόψη του αυτό που του είπα,
αδιαφόρησε εντελώς: «του επεσήμανα πως έπρεπε να κάνουμε οπωσδήποτε περικοπές
στις δαπάνες, αλλά αυτός τ’ άκουσε και το ξέχασε, και τώρα έχουμε πρόβλημα στην
επιχείρηση». Συνών. είναι σαν να μην το άκουσε·
- τον
ξέχασε ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- τον
ξέχασε ο χάρος, βλ. λ. χάρος.