ξεχνιέμαι, ρ. [<ξεχνώ]. 1.
αφαιρούμαι και δεν αντιλαμβάνομαι τα όσα λέγονται ή γίνονται γύρω μου: «πες μου
πάλι σε παρακαλώ τι έλεγες, γιατί ξεχάστηκα κάποια στιγμή και δε σε
παρακολούθησα». 2. δεν καταλαβαίνω πώς περνάει ο χρόνος και παραμένω
κάπου πολλή ώρα: «καθυστέρησα να έρθω, γιατί μ’ έπιασε στο λακριντί ο τάδε και
ξεχάστηκα». 3. αποξεχνιέμαι και ξεφεύγω απ’ την πραγματικότητα: «μ’
αρέσουν πολύ οι αισθηματικές ταινίες, γιατί ξεχνιέμαι»·
- αυτό
το πράγμα είναι σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνιέται, βλ. λ. ποδήλατο·
- όχι,
για να μην ξεχνιόμαστε! καταληκτική έκφραση κάποιου, που πολλές φορές
λέγεται με επιθετική διάθεση, θέλοντας να υπενθυμίσει στο συνομιλητή του ότι
έχει πάρει πολύ σοβαρά όλα όσα του είπε προηγουμένως: «ύστερα απ’ όλ’ αυτά, αν
δε μου δώσεις τα λεφτά στην ημερομηνία που συμφωνήσαμε, θα ενεργήσω δεόντως,
όχι, για να μην ξεχνιόμαστε!». Είναι και φορές που η φρ. κλείνει με το έτσι(!)·
- ξύλο
και γαμήσι δεν ξεχνιούνται, (για άντρες) βλ. λ. γαμήσι·
- στο
στιλ να μην ξεχνιόμαστε, βλ. λ. στιλ.