ξεφτίλα,
η, ουσ. [<ξεφτιλίζω].
1. ο εξευτελισμένος, ο τιποτένιος: «αν πάρετε μαζί σας κι αυτή την
ξεφτίλα, εγώ δεν έρχομαι». (Τραγούδι: και δε πά, να… η κοινωνία η ξεφτίλα
κι ούτε που θα… εγώ… μεγάλη μου σκασίλα). 2. ο εξευτελισμός, η
ταπείνωση: «έπαθε τέτοια ξεφτίλα, που δεν είχε μούτρα για ένα διάστημα να
παρουσιαστεί στην πιάτσα». 3. το άγριο μεθύσι: «είχαμε τέτοια ξεφτίλα,
που σερνόμασταν μέσα στο δρόμο»·
- ξεφτίλα!
ή μεγάλη ξεφτίλα! παρατήρηση που χαρακτηρίζει ως απαράδεκτη, ως εξευτελιστική
μια συγκεκριμένη ενέργεια, σκέψη ή δραστηριότητα και λειτουργεί αποτρεπτικά,
ισχυρότερη του ντροπή!: «Λέω να πάω να της μιλήσω πρώτος. -Ξεφτίλα! Αυτή
σου φέρθηκε σκάρτα, αυτή πρέπει να έρθει να σου ζητήσει συγνώμη».