αντράλα,
η, ουσ. [;], η
ζαλάδα: «ξαφνικά, εκεί που περπατούσα, ένιωσα μια αντράλα κι έκατσα μέχρι να
συνέλθω»·
-
έπαθα αντράλα, βλ. λ. μου ’ρθε αντράλα·
- μου
’ρθε αντράλα, ένιωσα
ζαλάδα από έντονη ψυχική ταραχή, συγχύστηκα πολύ: «μόλις τον είδα να
κακομεταχειρίζεται γέρο άνθρωπο, μου ’ρθε αντράλα και τον πλάκωσα στο ξύλο».