ξερολούκουμο,
το, ουσ.
[<ξερο- + λουκούμι], είδος λαϊκού γλυκίσματος: «μικρό παιδί τρελαινόμουν για
ξερολούκουμα»·
-
κοιτάζει σαν ξερολούκουμο (κάποιον, κάποια), λαχταρά, ποθεί κάποιον, κάποια: «μόλις μπήκε η τάδε
στη σάλα, όλοι μας την κοιτούσαμε σαν ξερολούκουμο».