ξερό,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. ξερός]. 1. το κεφάλι, συνοδευόμενο πάντα από τις αντων.
μου, σου, του, της, μας, σας, τους. Πρβλ.: ποιος του φταίει του Μιχάλη,
το ξερό του το κεφάλι (Λαϊκό τραγούδι). 2. (περιφρονητικά ή
υβριστικά) το χέρι, το πόδι, και συνήθως στον πλ. τα ξερά, τα χέρια, τα
πόδια: «κάτω τα ξερά σου! || κοντά τα ξερά σου! || τράβα τα ξερά σου!». Συνών.
το κουλό, το ξεράδι·
- δεν
κατεβάζει το ξερό του, δεν είναι εύστροφος, επινοητικός: «στο παραμικρό
πρόβλημα κολλάει, γιατί δεν κατεβάζει το ξερό του». Συνών. δεν κατεβάζει η
γκλάβα του / δεν κατεβάζει η κεφάλα του / δεν κατεβάζει η κόκα του / δεν
κατεβάζει η κούτρα του / δεν κατεβάζει ο νους του / δεν κατεβάζει το κεφάλι του
/ δεν κατεβάζει το μυαλό του / δεν κατεβάζει το νιονιό του·
- δεν
κόβει το ξερό του ή δεν του κόβει το ξερό, δεν αντιλαμβάνεται κάτι
εύκολα, είναι αργόστροφος: «πρέπει να του δείξεις πολλές φορές πώς να το κάνει,
γιατί δεν κόβει το ξερό του». Συνών. δεν κόβει η γκλάβα του ή δεν του
κόβει η γκλάβα / δεν κόβει η κεφάλα του ή δεν του κόβει η κεφάλα / δεν
κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα / δεν κόβει η κούτρα του ή δεν
του κόβει η κούτρα / δεν κόβει ο νους του ή δεν του κόβει ο νους / δεν
κόβει το κεφάλι του ή δεν του κόβει το κεφάλι / δεν κόβει το μυαλό του ή
δεν του κόβει το μυαλό / δεν κόβει το νιονιό του ή δεν του κόβει το
νιονιό·
- δεν
τα παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «όσα
φροντιστήρια κι αν του ’καναν, όσους καθηγητές κι αν φώναξαν να τον προγυμνάσουν,
ε, δεν τα παίρνει το ξερό του, πάει και τέλειωσε». Συνών. δεν τα παίρνει η
γκλάβα του / δεν τα παίρνει η κεφάλα του / δεν τα παίρνει η κόκα του / δεν τα
παίρνει η κούτρα του / δεν τα παίρνει ο νους του / δεν τα παίρνει το κεφάλι του
/ δεν τα παίρνει το μυαλό του / δεν τα παίρνει το νιονιό του·
-
κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του, ενεργεί
χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «τίποτα δεν του πάει καλά,
γιατί κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η
γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα
του / κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του / κάνει του κεφαλιού του·
-
κατεβάζει το ξερό του, είναι
εύστροφος, επινοητικός: «ό,τι δυσκολία και να του τύχει τη ξεπερνάει αμέσως,
γιατί κατεβάζει το ξερό του». Συνών. κατεβάζει η γκλάβα του / κατεβάζει η
κεφάλα του / κατεβάζει η κόκα του / κατεβάζει η κούτρα του / κατεβάζει ο νους
του / κατεβάζει το κεφάλι του / κατεβάζει το μυαλό του / κατεβάζει το νιονιό
του·
-
κόβει το ξερό του, α.
μπορεί και βρίσκει
λύσεις στα προβλήματά του, είναι επινοητικός: «αυτόν δεν τον φοβάμαι να
κολλήσει πουθενά, γιατί κόβει το ξερό του». β. αντιλαμβάνεται
αμέσως μια κατάσταση ή ποιο είναι το συμφέρον του: «καταλαβαίνει τι του
συμφέρει κι αρπάζει αμέσως την ευκαιρία, γιατί κόβει το ξερό του». Συνών. κόβει
η γκλάβα του / κόβει η κεφάλα του / κόβει η κόκα του / κόβει η κούτρα του /
κόβει ο νους του / κόβει το κεφάλι του / κόβει το μυαλό του / κόβει το νιονιό
του·
- τα
παίρνει το ξερό του (ενν. τα γράμματα), έχει ευκολία στη μάθηση: «αφού τα παίρνει το ξερό
του, είμαι αποφασισμένος να στείλω το γιο μου στα καλύτερα σχολεία». Συνών. τα
παίρνει η γκλάβα του / τα παίρνει η κεφάλα του / τα παίρνει η κόκα του / τα
παίρνει η κούτρα του / τα παίρνει ο νους του / τα παίρνει το κεφάλι του / τα
παίρνει το μυαλό του / τα παίρνει το νιονιό του.