ξερνώ
κ. ξερνάω, ρ.
[<μσν. ξερνῶ <αρχ. ἐξερῶ], ξερνώ. 1. προδίδω: «ποιος πήγε και
ξέρασε στον τάδε τη δουλειά που σκέφτομαι να κάνω;». 2. (για θάλασσα)
βγάζω στη στεριά, ξεβράζω: «μόλις σταμάτησε η κακοκαιρία, τα κύματα ξέβρασαν το
πτώμα του άτυχου ψαρά στην παραλία». 3. βγάζω στη φόρα, αποκαλύπτω,
ιδίως τις κακές ιδιότητες κάποιου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί, αν
ξεράσω αυτά που ξέρω για σένα, θα σε δέσουν». 4. βρίζω ακατάσχετα,
χυδαία: «πάψε να ξερνάς, ρε παιδάκι μου, γιατί κατάντησες αηδία!». 5. υφίσταμαι
τις συνέπειες μιας κακής πράξης μου: «τώρα χαίρεσαι που μ’ έβαλες στο χέρι, αλλά
θα ’ρθει μια μέρα που θα τα ξεράσεις όλα». 6. λέγεται για κάτι που
εκτοξεύεται με ορμή και σκορπίζει το θάνατο, την καταστροφή: «το πολυβόλα
ξερνούσαν καυτό μολύβι || το ηφαίστειο ξερνούσε λάβα». 7. (για τοίχους)
αλλοιώνεται το επίχρισμά του από την υγρασία: «ο τοίχος ξέρασε γύρω απ’ τα
παράθυρα»·
- είναι
(για) να ξερνάς καλαπόδια! ή είναι (για) να ξερνάει κανείς καλαπόδια! βλ. λ. καλαπόδι·
- μην
ξεράσω! έκφραση δυσφορίας που απευθύνεται σε άτομο που μας λέει ανοησίες ή
καταφανέστατα ψέματα·
- μου
’ρχεται να ξεράσω, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος ή κάτι μας προκαλεί
αηδία, αποστροφή: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον γλοιώδη τύπο, μου ’ρχεται να
ξεράσω || όταν μου προσφέρουν να φάω κουκιά, μου ’ρχεται να ξεράσω»·
- ξερνάει
χολή (εναντίον κάποιου), βλ. λ. χολή·
- ξερνώ
αίμα, βλ. λ. αίμα·
- ξερνώ
άντερα ή ξερνώ τ’ άντερά μου, βλ. λ. άντερο·
- τα
ξέρασε όλα, (στη
γλώσσα της αργκό) πρόδωσε όλα όσα ήξερε ύστερα από ανυπόφορες πιέσεις ή
σωματικά βασανιστήρια: «έφαγε τόσο ξύλο απ’ τους ασφαλίτες, που στο τέλος τα
ξέρασε όλα». Συνών. τα ’φτυσε όλα.