ξέρα,
η, ουσ. [<μσν.
ξέρα <ξερός], η ξέρα· η ξεραΐλα (βλ. λ.)·
- βρίσκω
ξέρα, βλ. φρ. πέφτω σε ξέρα·
- είμαι
στην ξέρα, α. δεν έχω καθόλου χρήματα, είμαι τελείως άφραγκος: «ό,τι
λεφτά είχα, τα ’χασα στην τελευταία δουλειά που έκανα, και τώρα είμαι στην
ξέρα». β. μένω μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς ερωτικό σύντροφο: «χώρισα
με τη γκόμενα που είχα και είμαι στην ξέρα». Από την εικόνα του ατόμου που
υποφέρει σε περίοδο ξηρασίας·
- πέφτω
σε ξέρα, α. αντιμετωπίζω απρόσμενο εμπόδιο, απρόσμενη δυσκολία που
δεν προλαβαίνω να αντιμετωπίσω: «η δουλειά πήγαινε μια χαρά, αλλά τελευταία
έπεσα σε ξέρα και αντιμετωπίζω προβλήματα». Από την εικόνα του πλοίου που
προσκρούει σε σκόπελο ή ύφαλο. Συνών. πέφτω σε ύφαλο. β. γνωρίζω,
συναντώ πολύ άσχημη γυναίκα: «επειδή δεν είχα γκόμενα, είπα στην ξαδέρφη μου να
φέρει μια φιλενάδα της, αλλά έπεσα σε ξέρα»·
- τη
βγάζω στην ξέρα, βλ. φρ. είμαι στην ξέρα.