ξέπλυμα,
το, ουσ.
[<ξεπλύνω], το ξέπλυμα. 1. ανούσιο φαγητό: «μας σέρβιρε ένα ξέπλυμα
που δεν τρωγόταν με τίποτα». 2. η νομιμοποίηση παράνομου χρήματος, ιδίως
από πώληση όπλων, ναρκωτικών ή εμπορίου λευκής σαρκός, μέσω τραπεζικής
διαδικασίας: «ό,τι βρόμικο χρήμα έχεις, δώσ’ το στον τάδε, γιατί είναι μάνα στο
ξέπλυμα». 3. αυτός που είναι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος, ο
ξεπλυμένος: «δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό το ξέπλυμα»·
- το
ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, η διαδικασία νομιμοποίησης παράνομου χρήματος
που αποκτήθηκε από πώληση όπλων, ναρκωτικών ή εμπορίου λευκής σαρκός: «απ’ ό,τι
λένε, πολλές τράπεζες ασχολούνται με το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος».