ξένος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ξένος], ξένος. 1. που κατάγεται ή προέρχεται από άλλη χώρα:
«κάθε καλοκαίρι έρχονται χιλιάδες ξένοι στο νησί μας». (Λαϊκό τραγούδι: χίλιους
καημούς κι αν μέτρησα, ένας μονάχα μένει, ανάθεμά σου ξενιτιά, ανάθεμά σας ξένοι).
2. που δε μας είναι οικείος, που μας είναι άγνωστος: «σε γύρευε ένας
ξένος». (Λαϊκό τραγούδι: άνοιξε μάνα, άνοιξε, δε σου χτυπάει ξένος,
χτυπάει ο γιος σου μάνα μου ο παραστρατημένος // τα όνειρα μου γκρέμισες,
βαθιές πληγές με γέμισες, μα στα παλάτια που θα μπεις θα σε κοιτούν σαν ξένη,
κανείς εκεί δε θα βρεθεί να σε καταλαβαίνει ). 3. που είναι
άσχετος με κάτι: «μετά το τέλος των ανακρίσεων αποδείχτηκε πως ήταν ξένος με τη
ληστεία της τράπεζας». 4. που δεν είναι δικό μας, που δε μας ανήκει:
«πώς τολμάς και διαχειρίζεσαι ξένα χρήματα || φοράω ξένα ρούχα». 5. το
αρσ. ως ουσ. ο ξένος και το θηλ. ως ουσ. η ξένη, ο
φιλοξενούμενος, ο μουσαφίρης, ο επισκέπτης: «χτες βράδυ είχαμε έναν ξένο στο
σπίτι μας». 6. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ξένα (βλ. λ.). Υποκορ.
ξενάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα το σεντονάκι μου χαλάλι στο ξενάκι
μου). (Ακολουθούν 33 φρ.)·
- αν
δεν έχεις νύχια να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, βλ. λ. νύχι·
- για
την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. λ. Θεός·
- δικό
σου ψωμί τρως, ξένο γκαϊλέ τραβάς, βλ. λ. γκαϊλές·
- δυο
γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα, βλ. λ. γάιδαρος·
- εκείνος
που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- η
ξένη γη, βλ. λ. γη·
- κάλλιο
να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν
άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω
με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο, βλ. λ. κόλλυβα·
- με
ξένα χέρια, φίδια δεν πιάνονται, βλ. λ. φίδι·
- με
ξένες πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- μεγάλωσα
σε ξένα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- μη
σε νοιάζει Μαριωρή, ξένη πίτα κι αν καεί, βλ. λ. πίτα·
- μπαίνει
σε ξένα αμπέλια, βλ. λ. αμπέλι·
- μπαίνει
σε ξένα οικόπεδα, βλ. λ. οικόπεδο·
- μπαίνει
σε ξένα χωράφια, βλ. λ. χωράφι·
- ξένες
αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- ξένο
πόδι, βλ. λ. πόδι·
- ξένο
σώμα, βλ. λ. σώμα·
- ξένος
δάκτυλος, βλ. λ. δάκτυλος·
- ξένος
δάχτυλος, βλ. λ. δάχτυλος·
- ξένος
παράγοντας, βλ. λ. παράγοντας·
- ο
αδερφός μου κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, δηλώνει
την αλληλεγγύη που πρέπει να έχουν οι συγγενείς απέναντι στον ξένο κίνδυνο:
«άντε, ρε παιδιά, τι καθόμαστε! Ο αδερφός μου κι εγώ ενάντια στον ξάδερφο, κι
οι τρεις μαζί ενάντια στον ξένο, γιατί αν αφήσουμε τον ανταγωνιστή μας να
στεριώσει στην αγορά, τότε θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα»·
- πληρώνει
ξένα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- πληρώνω
ξένες αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- σε
ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ.
- τα
ξένα μέρη ή το ξένο μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τα
ξένα χέρια, βλ. λ. χέρι·
- τα
ξένα χώματα, βλ. λ. χώμα·
- το
ξένο είναι πιο γλυκό, ό,τι δε μας ανήκει μας είναι πιο επιθυμητό. Λέγεται
ιδίως για γυναίκα: «μπορεί να είμαι παντρεμένος και να ’χω τη γυναικούλα μου,
όμως το ξένο είναι πιο γλυκό»· βλ. και φρ. της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι
πάντα πιο μεγάλα, λ. αβγό·
-
χέζει με ξένο κώλο, βλ. λ. κώλος·
-
χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
-
χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
-
χτυπώ ξένες πόρτες ή
χτυπώ ξένη πόρτα, βλ. λ. πόρτα.