ξεμπερδεύω,
ρ. [<ξε- +
μπερδεύω], ξεμπερδεύω. 1. εξομαλύνω δύσκολη ή περίπλοκη κατάσταση ή
υπόθεση, ξεκαθαρίζω, ξεμπλέκω κάτι. (Λαϊκό τραγούδι: και μπέρδε και μπέρδε
και μπέρδευε και ύστερα ξεμπέρδευε). 2. απαλλάσσομαι από την
παρουσία κάποιου: «ευτυχώς, πήρα διαζύγιο και ξεμπέρδεψα με δαύτον». 3.
απαλλάσσομαι από ενοχλητικές καταστάσεις: «σήμερα πλήρωσα την εφορία και
ξεμπέρδεψα». (Λαϊκό τραγούδι: ένα παλιό ζεϊμπέκικο να πάω να χορέψω. Να ’ταν
να βρω το γιατρικό με τον καημό να ξεμπερδέψω).4.
τελειώνω κάτι και είμαι πλέον ελεύθερος, απαλλάσσομαι από κάτι που με πιέζει:
«μόλις ξεμπερδέψω με τη συνάντηση που έχω, θα ’ρθω να σε δω || πότε
ξεμπερδεύεις με τις εξετάσεις;». 5. φονεύω, σκοτώνω, εξοντώνω κάποιον:
«οι τρομοκράτες χτύπησαν με ρουκέτες το κέντρο της αγοράς και ξεμπέρδεψαν ένα
σωρό κόσμο». 6. γλιτώνω κάποιον από κάτι που του δημιουργεί προβλήματα:
«ευτυχώς που με ξεμπέρδεψε ο τάδε με τα χρέη μου, γιατί τώρα θα ήμουν φυλακή». 7.
(προστακτικά ή συμβουλευτικά) ξεμπέρδευε,τελείωνε:
«ξεμπέρδευε επιτέλους να φεύγουμε! || ξεμπέρδευε μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε
μου φαίνεται σόι». 8. στον αόρ. ξεμπέρδεψε,πήρα οριστικά
και αμετάκλητα την απόφασή μου: «ξεμπέρδεψε, θα πάω να τον καταγγείλω». Συνών. πάει
/ τέλειωσε·
- ξεμπερδεύω
απ’ τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- ξεμπέρδεψα
μια και καλή μαζί του, διέκοψα οριστικά τις σχέσεις που είχα μαζί του:
«αφού δεν εννοούσε να ξεκόψει απ’ τις παλιοπαρέες του, ξεμπέρδεψα μια και καλή
μαζί του».