αντίποινα,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. του αρχ. επιθ. ἀντίποινος], τα αντίποινα· σπάνια ακούγεται και στον ενικό
αριθμό: «σ’ άρεσε τ’ αντίποινο που σου ’κανα;»·
- μου
κάνει αντίποινα, το ερωτικό μου ταίρι μου συμπεριφέρεται άπιστα, για να με
εκδικηθεί για τις δικές μου απιστίες: «επειδή μ’ έπιασε μ’ άλλη γυναίκα, τα
’φτιαξε μ’ έναν μορφονιό για να μου κάνει αντίποινα».