αντίληψη,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀντίληψις], η αντίληψη·
- έχει
αντίληψη, α.κατανοεί αμέσως το θέμα ή τη δουλειά για την
οποία γίνεται λόγος: «του λες κάτι και το καταλαβαίνει αμέσως, γιατί έχει
αντίληψη». β. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου, για τερματοφύλακα) που
αντιδρά αστραπιαία και αποσοβεί τον κίνδυνο: «ο καινούριος τερματοφύλακας της
ομάδας μας δεν τρώει εύκολα γκολ, γιατί έχει αντίληψη». Λέγεται επίσης και στην
περίπτωση που δεν αντιδρά, γιατί αντιλαμβάνεται πως δε διατρέχει κίνδυνο η
εστία του·
- έχω
ιδίαν αντίληψη, έχω προσωπική γνώμη ή εμπειρία για κάτι: «ξέρω τι πάει να
πει προδοσία, γιατί έχω ιδίαν αντίληψη»·
- πέφτει
στην αντίληψή μου (κάτι), γίνεται αντιληπτό: «έπεσε στην αντίληψή μου πως
με κοροϊδεύεις πίσω απ’ την πλάτη μου».