ξεκουμπίζομαι,
ρ.
[<ξεκουμπίζω]. 1. υποχρεώνομαι να απομακρυνθώ, να φύγω από κάπου,
επειδή αντιλαμβάνομαι πως είμαι ανεπιθύμητος: «απ’ τη στιγμή που δεν του
μιλούσε κανένας, ξεκουμπίστηκε». 2. απαλλάσσω κάποιον από την παρουσία
μου: «ευτυχώς που ξεκουμπίστηκε για να μπορέσουμε να μιλήσουμε με την άνεσή
μας»·
- δε
λέει να ξεκουμπιστεί! έκφραση
δυσφορίας για κάποιο άτομο που δεν έχει σκοπό να φύγει από το χώρο που
επισκέφτηκε: «ήρθε το πρωί να μου πει μια καλημέρα, κοντεύει μεσημέρι και δε
λέει να ξεκουμπιστεί!».